Thursday, April 26

Βλέμμα κενό

Και αν τα μάτια είναι όντως ο καθρέφτης της ψυχής,
αν όντως λένε μυστικά και λόγια ψεύτικα
που από το ψέμα κάτω κρύβουν την αλήθεια
αυτή που πάντα αποφεύγεις να δεχτείς
τότε τι τρόμος φοβερός δυο μάτια άδεια;

Χωρίς αλήθεια, χωρίς αγάπη για τη βροχή, χωρίς συγγνώμη.
Αύγουστος μύρισε και σκότωσες και συ τον ποιητή σου
σαν άψυχο και άδειο πια δοχείο που κάποτε ξεχείλιζε αγκαλιές

Πόσο απλά τρομαχτική είναι συχνά η αλήθεια
από βάρη επίκτητα του χρόνου απαλλαγμένη και ελαφριά
σαν άσπρο πούπουλο που ασήκωτο σου μοιάζει
πώς να δεχτείς ότι είσαι τόσο περίτεχνα απλός;

Και αυτή η ρυτίδα που εσύ την λες χαμόγελο
στιγμή πια δεν αντέχω να την βλέπω
πιο ψεύτικη από το ψέμα το ίδιο, την μισώ

Κάθε φορά σταυρώνεις την ελπίδα σου, σαν τότε
κι ύστερα κρύβεσαι δειλά και κουλουριάζεσαι
μες στον καθρέφτη των ματιών σου

Wednesday, April 25

Σαν το κερί

Πάνω στη φλόγα του κεριού αν περπατήσεις
θα δεις καλπάζοντα τ'άλογα του Βοριά
τον κόσμο σου ολόκληρο τραντάζουν
και μ'ένα φύσημα όλα σβήνουν γοργά

Πάνω στη φλόγα του κεριού αν περπατήσεις
ίσως μια μέρα να αναλογιστείς
πως είναι το κερί χωρίς τη φλόγα
δοχείο ανούσιο δίχως καμιά ψυχή

Πάνω στη φλόγα του κεριού αν περπατήσεις
κοιτώντας κάτω ταπεινά ίσως να δεις
μικρή λιμνούλα απομεινάρι μιας ελπίδας
κοντεύει τώρα πια να σωθεί

Σαν ακροβάτης ανεβαίνεις στο σκοινί σου
σ'ανέμους μέσα και σε θύελλες κουρελής
τη φλόγα αυτή να διατηρήσεις αναμμένη
πριν το κεριού σου αυτού την τελευταία πνοή

Tuesday, April 24

Monday, April 23

Querer

Τι κρίμα που με σφίγγει και με πνίγει, δεν άφησες να σου ακουμπήσω αυτό μου το τριαντάφυλλο στο στήθος. Αυτό μου το τριαντάφυλλο που χρόνια μεγαλώνω.

Να το μυρίσεις κι από την μυρωδιά του ίσως μαγευτείς. Ίσως να ταξιδέψεις, στη χούφτα σου σφιχτά κρατώντας το άρωμά του, σε μέρη αγνά και αγαπημένα, αμόλυντα κι ανέγγιχτα από μανία και λόγια και διαμάντια.

Στην άσπρη άμμο την καυτή τα πόδια να βυθίσεις, μακριά ένα παλιό και ποθητό σκαρί κοιτώντας. Και στη σκιά του κέδρου διψασμένη την ψυχή σου να αναπαύσεις παίζοντας σαν παιδί μικρό με εκείνη την αχτίδα, δειλά ανάμεσα στα φύλλα που περνάει. Στο μπλε βαθειά να βυθιστείς σε μυρωδιές και σε τοπία ξένα, μα όμως τόσο οικεία, σαν την μητέρας σου τη μήτρα. Γιατί από την ίδια αυτά κλωστή θα είναι υφασμένα.

Με δεν το βλέπεις; δεν το ακούς; Ποιο δυνατά να το φωνάξω δεν μπορώ. Με αγωνία στο προσφέρω και με φόβο, ζητώντας μόνο μια ματιά και μια στιγμή, αντάλλαγμα για τόσα χρόνια μόχθου. Να μαραθούν και να ζαρώσουν μην τα αφήσεις.

Μα την στιγμή σου εσύ δεν χάρισες, μαράθηκε και έχασε πια το άρωμά του. Κι αν θα ανθίσει πάλι ποιος το ξέρει; Κουράστηκα να το ποτίζω πια με δάκρυα που απρόσκλητα την πόρτα μου χτυπάνε..

Τι κρίμα που με σφίγγει και με πνίγει, δεν άφησες να σου ακουμπήσω αυτό μου το τριαντάφυλλο στο στήθος. Αυτό μου το τριαντάφυλλο που χρόνια μεγαλώνω.

Sunday, April 22

Plaça de Sant Felip Neri

Νερό που κυλά. Ο ήχος σε ταξιδεύει μακριά, σε στιγμές γαλήνης νεκρικής που κανείς και τίποτα δεν μπορεί να χαλάσει. Ψηλαφείς την λαβωμένη κρύα πέτρα, γεμάτη λακούβες. Βάζεις τα δάχτυλα βαθειά σε αυτές και ουρλιάζεις από πόνο. Κάθε μία και ένα νήμα κομμένο πρόωρα και αλόγιστα. Ένα ουρλιαχτό σαν κάλεσμα σε ένα πηγάδι άδειο. Συγκυρίες της Ιστορίας κινούν την ειρωνία που πλανάται στον αέρα και παγωμένη αναρωτιέσαι..

Ο νους τι συλλογίζεται μετά τον κρότο που τα φτερά σου σκίζει; Όταν το βάρος του αναπόφευκτου λυγίζει την ελπίδα; Εύχεσαι ίσως να ήταν τα πράγματα αλλιώς; Πιο απλά, πιο ήσυχα, φτιαγμένα από ένα χάδι και μετάξι, όχι μολύβι. Σε ποιον αρέσει το μολύβι; Να 'σουν ήρεμη σαν τώρα που αναπνέεις βαθειά, ελεύθερη και συ για μια φορά.

Friday, April 20

Το βαλς μίας χαρούμενης στιγμής

Το γρασίδι μου χαϊδεύει τρυφερά την παλάμη. Σαν χέρι που είναι πια μακριά. Το γρασίδι χορεύει παθιασμένα ένα βαλς με τον Άνεμο. Μόνος, σα χαμένος σκουντοφλάω στο άπειρο πλήθος που με περιτρυγυρίζει θυμωμένο, εκλιπαρώντας μια στιγμή σιγής. Προσπαθώ να ακούσω την μουσική και να χορέψω και γω

Ξάφνου σιωπή! Το ακούω καθαρά! Η μουσική με τρυπάει και ο άνεμος με αγκαλιάζει, οι δυο τους ξυπνάνε την ψυχή μου που κοιμήθηκε πάρα πολύ. Ένα δάκρυ ξεκινάει την σύντομη ζωή του που θα ολοκληρωθεί στο μάγουλό μου. Ο Ήλιος μου καίει το πρόσωπο, προσθέτει μια ρυτίδα, σημάδι της πορείας και γω γελάω ξέγνοιαστα. Για μια στιγμή μπορούμε να αγγίξουμε το άπειρο. Και ας κρατάει το άπειρο αυτό μονάχα μία στιγμή

Μα εγώ δειλός και τρομαγμένος προσπαθώ να αγκαλιάσω σφιχτά αυτή τη στιγμή, να την κρατήσω για πάντα. Αλλά πώς να αγκαλιάσεις το άπειρο; Όσο την σφίγγω τόσο πασχίζει να φύγει μακριά. Τι σκληρή και παράδοξη που είναι αυτή η στιγμή..

Thursday, April 19

Αόρατο κελί

Σαν τρένο ο χρόνος πάει μπροστά, δεν συγχωρεί και πίσω δεν γυρνά. Όλοι μαζί οδεύουμε μα να κατέβεις δεν μπορείς, δεν ξέρεις τον σταθμό σου.

Κοίτα! Περνάει από δίπλα η Άνοιξη και ο Μάης χαμογελώντας. Μα η μυρωδιά γαρδένιας σε τρομάζει τώρα πια και το κεφάλι σκύβεις. Ξένη, καθώς συνήθισες τη δυσωδία του φόβου και του πρέπει. Έχεις ξεχάσει πώς σπίθες πετάγανε τα μάτια στον καθρέφτη.

Και τρέχεις να κρυφτείς σε πέπλο αόρατο, να ξαποστάσεις σε ένα αστέρι, να κρύψεις την ντροπή σου. Πώς όμως θα την κρύψεις από σένα; Σαν τον τυφλό που απελπισμένος βλέπει καθαρά μεσ΄στο σκοτάδι του αχνή σκιά ελπίδας να σαλεύει.

Ωδή στο κρίμα

Περιπλανώμενος σε έρημο υγρή και ανθισμένη
την Όαση γοργά αποχαιρετάς και λυπημένα
απεγνωσμένα ψάχνοντας να βρεις αυτόν τον κόκκο άμμου
την δίψα σου να σβήσεις

Αλλά κοιτάς πολύ ψηλά και δεν τον βρίσκεις
περήφανος διαβαίνοντας, σαν κόκορας ευνούχος
χωρίς κοτέτσι, χωρίς λυρί, χωρίς φωνή

Ήρθαν και σου 'παν ότι η Όαση δεν είναι πια για σένα
ότι στην άμμο αν κυλιστείς να γίνεις ένα
εκεί θα βρεις και τη δική σου Ιθάκη
γιατί και συ σαν κόκκος άμμου τριγυρνάς όπου σε πάει ο αέρας

Και συ τους ευχαρίστησες φιλώντας τους το χέρι
και σιωπηλός μα πρόθυμα, χάρισες την ψυχή σου
ακούγοντας κάπου στο βάθος ένα κλάμα γοερό
και σπαραγμό φριχτό της μάνας σου που πια τα μάτια κλείνει

Και ξάφνου ξύπνησες με πόνο τρομερό παντού και διψασμένος
σαν το δελφίνι σπαρταρώντας στην ξηρά
να αναπνέεις σταματάς συνειδητά για να πεθάνει ο πόνος
γιατί κατάλαβες ότι η Θάλασσα έχει χαθεί για πάντα.

Monday, April 16

Ανάσα

Ανάσα.. Άλλη μία.. Πάει έφυγε και αυτή. Γνωστό το παιχνίδι σε όλους, αλλά όχι εξίσου κατανοητό και αποδεκτό. Κλείσε τα μάτια, πάρε το αγαπημένο σου ναρκωτικό και τρέχα μαλάκα, ζήσε την ζωή σου προσμένοντας τον Παράδεισο και αναπολώντας το νεκρό σου παρελθόν που καμία σημασία δεν έχει πέρα από την δύναμη των αναμνήσεων που σε έφεραν στο τώρα και που θα καθορίσουν το μετά. Πότε θα καταλάβεις ότι το μόνο που έχεις είναι αυτή η ανάσα και πρέπει να την κρατήσεις, να την απολαύσεις, να την χαρείς σε όλο της το μήκος, όπως ο δύτης που εξερευνεί στη σιωπή την άμμο και τα χρώματα του βυθού παίζοντας με τις ακτίνες του ήλιου. Αυτός δεν βιάζεται να βγει στην επιφάνεια γιατί ξέρει ότι η ουσία δεν είναι εκεί, δεν είναι στην επόμενη ανάσα που τον περιμένει, αλλά σε αυτόν τον πανέμορφο αστερία που παρά λίγο να μην δει. Ανάσα...

Sunday, April 15

Silencio

Silencio
cuando llamando a la suerte, no comparece en ese momento
en silencio, solo
recogiendo platos rotos, va mi compare de puerto en puerto
en silencio, solo en silencio
barquito velero, ¡¡barquito velero!!

Mentira, todo es mentira
los sueños y las ilusiones sin timón hacia la deriva
susurran callaítas, mares, cielos y ríos
tierras lejanas, madres y niñas
testigos de un tiempo, de tanto odio y tanta injusticia.

Miraba las estrellas una noche de verano
buscando la ternura, que tuvo y no volverá
juguete de papel desvanecía en sus manos
inocencia que tuvo y no volverá.

Quien entiende
lo que es la vida y la muerte
los momentos aparentes que nos tocan de vivir
Quien entiende
las apariencias engañan al más noble
amor y odio se confunden
tormenta y agua que va, que va y al mar
¡¡¡quien entiende!!!

Sabiéndolo tó de tó,
recoger la noche clara que la ternura fraguó
no busques la noche oscura por oscuro callejón
no la esperes, llega sola...

Miraba las estrellas y no veía ná...
Más que puntitos luminosos en un mundo nublao...
Reflejo de galaxias en un cielo gris...
Espera los colores que están por venir...

Miraba las estrellas una noche de verano
buscando la ternura, que tuvo y no volverá
juguete de papel desvanecía en sus manos
inocencia que tuvo y no volverá...
- Ojos de Brujo