Thursday, January 21

Ωραία και μοιραία

είναι η Αθήνα μια φαντασμαγορία!
σαν περπατάει εκεί βλέπει κανείς
τέτοια θεάματα που δεν μπορείς να φανταστείς...

βλέπει κορίτσια λυγερά
πάνω σε ξυλοπόδαρα λεπτά
να γέρνουν μπρος στο βάρος
μιας τεράστιας σακούλας, Ζάρας Μάρας
κάτω απ'το κανονικοποιημένο καλλιτέχνημα
μίας Ερμιανής ινδιάνικης κιθάρας

βλέπει αγόρια αφ'υψηλά, σαν παγωμένα άσπρα νερά
όλο μαγκιά, εχμ, παλικαριά, χρυσό σταυρό στο στέρνο
κλανιά, ως λέγεται η ευφράδεια στο μοντέρνο
κι εξάτμιση, χίλια ευρώ και έξι τετράγωνα στο πόδι
με τα γραμμάτια στη σειρά, χαμόγελα αληθινά
μισή ντουζίνα δάνεια κι ελευθερία γεμάτοι
φουλ του χρέους με παπάδες που βλογάνε κοτσωνάτοι

βλέπει νεολαία ζωντανή
γελάει πολύ, γεμάτη νάζι και σπιρτάδα
μήπως γελάει πάρα πολύ;
μα τι είναι αυτά, λίγο ντροπή! -συγγνώμη
αφού μασάει λα βας κι ρι, βάζει σακάκι αρμανί
και φέρνει τσάρκα στη βουλή πριν βγει στην παραλία
μία το μήνα όχι πολύ, δεν είναι η ουσία στο πολύ
μα να 'ναι μία και γερή, το κάψανε το μαγαζί
περάσανε ωραία...
είναι το φλερτ αθώο και πρακτικό
ταιριάζουνε τα ρούχα τους;
τα αυτοκίνητά τους;
καλό παιδί; είναι γιατρός!
άντε και στα δικά μας...

βλέπει στην τηλεόραση ειδήσεις με ουσία
έχουμε Ιράκ, Αφγανιστάν, η Βίσση συχνουρία!
και όλη μέρα νόημα ξερνάει το τζαμάκι
τόσο που μαστουρώνουνε και είναι όλοι φευγάτοι
και στάζει το σαλάκι τους, λερώνει τη φλοκάτη
και όσο αυτοί κι ίσως και μεις στην ίδια στάση
στους ηλίθιους, σαν ηλίθιοι, βαράνε προσοχή
αυτοί οι ηλίθιοι όλοι μαζί, τα κάνουνε Βαγδάτη

βλέπει ένα λαβύρινθο σε γκρι
μα τόσο γκρι που έρχονται από μακριά για να τον δούνε
με ένα πινέλο όλοι, χέρι χέρι, αγαπημένοι
στο άλλο χέρι έναν κουβά, με χρώμα γκρι, μα φυσικά
γούστο βαθύ, σουρεαλιστή, και εμπειρία μπετατζή
τα άλλα χρώματα γρήγορα να χαθούνε

είναι οι άνθρωποι των Αθηνών ρομαντικοί
χμ, ίσως υπερρομαντικοί, στη σφαίρα του μοιραίου
την πόλη τους σαν βάψανε στο χρώμα του ουρανού της
αλλά, κατηγορεί κανείς ποτέ τον εραστή του ωραίου;

Friday, January 8

γκρίζα μαλλιά

σκόνταψα, μάτωσα το μυαλό μου, ευτυχώς
ξεμούδιασε μετά από καιρό το σώμα
φυλακισμένος μες στα πέπλα ενός ονείρου
με ένα φάντασμα της σκέψης μου, δεσμώτης από χώμα

η προσμονή χαρίζει ψευδαισθήσεις
κι αυτές με την σειρά τους σπέρνουν φως
σαν προσδοκίας λαμπρόθαμπη ηλιαχτίδα
στης ψεύτικης ελπίδας τον δρυμό

δεν είχα ούτε μία γκρίζα τρίχα στην ψυχή μου*
μα η καρδιά μου τρομαχτικά είχε ζωστεί
τόσο που γκρίζο είχε ντυθεί το αίμα
οι φλέβες σαν νεκρό έλατο, σταχτί

τσαλαπατώντας στα σταχτιά άλλη μια νύχτα
βγήκε μπροστά μου ένα φεγγάρι κοφτερό
ήξερα τότε πως έτσι δεν θα φέγγει πάντα
ή μία μέρα δεν θα μπορώ πια να το δω

για αυτό σου λέω φίλε μου, να κρίνεις
μόνο ό,τι αξίζει στην ψυχή σου να φυλάς
υπερεκτιμημένους θησαυρούς κει να μην κρύβεις
τρίχες νεκρού σαν τα παλιά χρυσά φλουριά

όσο για κείνους που δεν είδαν από φόβο
ή που αχάριστα δαγκώσανε και τρέξανε μακριά
για όσα έδωσες από καρδιάς, χαμόγελο όμοιο φορα
όπως και για κείνα που δεν έλαβες ποτέ

* Vladimir Mayakovsky