Wednesday, November 14

το χασμουρητό

σε κατάλευκη λεωφόρο
απ'το δέρμα το πιο απαλό
ένας μέρμηγκας μονάχος
ψάχνει απάγκιο στο χαμό

βλέπει μπρoς του δυο λακάκια
γης μυστήριο, δυο βουνά
μέσα τους κατρακυλάει
και από καρδιάς γελά

ξαποσταίνει ν'ανασάνει
τα χιλιόμετρα πολλά
σε μία σπιθαμή δικιά της
τη ζωή του εξερευνά

την ζυγίζει, την μετράει
στο αυτί της τραγουδά
στην ψυχή της σεργιανάει
αυτή κρυφά χαμογελά

και το αυτί γίνεται στόμα
που συγγνώμη του ζητά
θυσιάζει την ουσία
στον βωμό για τα πολλά

είναι βάναυσος ο κρότος
σαν ηφαίστειο που ξυπνά
ήρθανε τα πάνω κάτω
πάει η κοιλάδα, τα βουνά

κολυμπάει μέσ'στα μαύρα
τα απύθμενα γκρεμνά
ξάφνου σβήνει ο κόσμος όλος
μονομιάς για τα καλά

δεν μπορεί να καταλάβει
τόσο τι πήγε στραβά
ξέρει μόνο ότι πέφτει
στο κενό χωρίς σχοινιά

καλημέρα καλή μου, γιατί άλλαξες πλευρό;