Thursday, January 31

ταξίδι χωρίς προορισμό

μία βραδιά, πορεία τυφλή του παραλόγου
σε μια αγγαλιά μάτια φωλιάζουν σιωπηλά
για φωτιάς όνειρο που δεν τελειώνει πες μου
θαρρώ το ίδιο είδα και γω κάποια φορά

μια χούφτα αστέρια, μοιάζουν ψεύτικα φωτάκια
χάντρες που σβήνουνε ψηλά στη χαραυγή
σε μια σκεπή ξαπλώνει ο γέρος μαγεμένος
χαϊδεύει ακίνητος μια μαγική στιγμή

βυθός παράξενος, γεμάτος αναμνήσεις
μα στολισμένος με κοράλλια μαγικά
άγνωστα ακόμα, με μυστήριο καλυμμένα
τέσσερα μάτια τα χαζεύουν ζωηρά

η φαντασία, άσπρο άλογο καλπάζει
ποδοπατάει καθετί το λογικό
φόβος κι ελπίδα αναβάτες, στο φεγγάρι
κύμα σηκώνουνε, βαρκάκια στο βυθό

μικρή κουκέτα σ'ένα τρένο μαγεμένο
μοναδικός προορισμός το πουθενά
δυο επιβάτες σαν θα φτάσει κατεβαίνουν
βουνά διασχίζονται από ρυάκια μυστικά

πίσω απ'τις πόρτες της η τύχη τι να κρύβει
κάποιος το τέλος κάποτε ήθελε να δει
μα από τη στέγη ο γέρος σιγοψιθυρίζει
το άγνωστο είναι το μοναδικό κλειδί
όπως και κάθε τέτοια μαγική στιγμή

- δεν είμαι όλα όσα φαντάζεσαι
- δεν φαντάζομαι όλα όσα είσαι

Thursday, January 17

σκιά

μικρή σκιά με τριγυρνά, με γυροφέρνει
πετάει ο χρόνος, σαν παιδάκι της γελά
σαν βγαίνει ο ήλιος, κρύβεται και περιμένει
μα πριν να δύσει πάλι ξεπηδάει μπροστά

ύπνου μυστήριο ξαφνικό, ποιος το πιστεύει;
βουβή ταινία ξετυλίγεται γοργά
μια γεύση επίμονη, με τίποτα δεν φεύγει
πικρία κρύβουνε τα φρούτα τα γλυκά

μία σκιά ίσως να παραμείνει πάντα
αίνιγμα απλό, μα που δεν το 'λυσε κανείς
μια αχνή ιδέα, πώς μπορούσες να διαλέγεις;
αντί δυο δάκρυα, μια φωνή, ένα φιλί;

της Λισαβόνας ένα σκοτεινό σοκάκι
με ένα φάντο μια τσιγγάνα αργά κεντά
σαν τον καπνό από τσιγάρο που πετάει
μορφή να έπαιρνε η σκιά για μια φορά

Saturday, January 12

Ελένη

Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους - ποιος θα τό -λεγε - η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν ειν’ αλήθεια, δεν ειν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία - ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα ατόφιο.
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.
τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;

Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.

Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.

- Γιώργος Σεφέρης, απόσπασμα
Ημερολόγιο καταστρώματος Γ’ (1955)