Friday, July 27

Δροσοσταλίδα του αύριο

κοίτα ψηλά! προβάλλει ο άμοιρος ο Χρόνος, κουρασμένος
για να προλάβει τους ανθρώπους τρέχει σαστισμένος
σε ένα κλουβί τον κλείδωσαν ξωπίσω, πάνε χρόνια
και αλλόφρονες από μακριά τον αποχαιρετούν με μένος

κι εσύ που διακαώς αναζητούσες μία σταγόνα ωκεανού
δροσοσταλίδα να χαϊδέψει το διψασμένο σου αυτό νου
δυο μαύρα έλατα κι ένα πηγάδι μαύρο την ελπίδα σου κατάπιαν
βροχή μου, ανήμπορη σ'αφήσανε, σωτηρία στερνή εσύ ενός ξερού νησιού

την εκκωφαντική σιωπή του χθες σταμάτα να σκαλίζεις
μπροστά στα αποκαϊδια μιας ανάμνησης δειλά τα δόντια τρίζεις
πώς ξέχασες; που σαν παιδί ανυπόμονα το αύριο έβαφες χθες
πού πήγε τόση ομορφιά που απλόχερα ήθελες να χαρίζεις;

βροχή μου άνοιξε τα μάτια σου και δες
μονάχη σου είσαι ακόμα στο τιμόνι, σήμερα κι αύριο, όπως και χθες
μην τον φοβάσαι τον γκρεμό, με μάτια ορθάνοιχτα,
κάτω κοιτώντας πήδα
και στο υπόσχομαι πως στο αύριο θα ξυπνήσεις
σε εκείνο το αύριο που δεν γνώρισες ποτές

Friday, July 20

Το μπιζέλι

Πρόσεχε γιε μου! Να μην μιλάς σε ξένους! Δεν είναι όλα για τα αυτιά σου.. Tα εξωτικά τα φρούτα μη γευτείς, ίσως να έχουν γεύση αληθινή και να σε κλέψουν.. Ίσως να ζήσεις.. Και μεις ακούγαμε, μέχρι που φυσικό μας φάνηκε.. Μιά μέρα όμως εσύ ξύπνησες με πόνο. Πόνο αβάσταχτο ετούτου του μικρού του μπιζελιού, που λίγο λίγο σου μελάνιασε αυτή σου τη βεβαιότητα. Κι έτσι δειλά μου ακούμπησες στα χείλη τον λωτό, και στα δικά σου, χαμογελώντας. Και σιωπηλά μου φώναξες: "μακριά". Τρόμαξα.

Σηκώθηκα, με τις παλάμες μου ακούμπησα το μαύρο αυτό σύννεφο που βρώμιζε το πρόσωπό σου. Το τράνταξα όσο μπορούσα, το έδιωξα. Σε στρίμωξα στην τσέπη μου και άρχισα να τρέχω, σαν πεινασμένος κλέφτης, δραπέτης που τρέχει, καρβέλι κλεμμένο κρύβοντας κάτω από την μπλούζα. Πόναγα όμως πολύ. Έσερνα βλέπεις μπάλα μεταλλική, βαριά, συνείδηση να μου πληγιάζει την ψυχή μου και το πόδι.

Έτρεξα ψηλά χωρίς ανάσα, πολύ ψηλά πάνω απ'το στρώμα αυτό του νέφους, μέχρι που ακούσα γαλήνια σιωπή, που αυτός ο κόσμος δεν κατάφερε να αγγίξει. Λαχανιασμένος κοίταξα τριγύρω, δεν είδα τίποτα άλλο από ακτίδες. Αργά αργά σε έβγαλα από την τσέπη, με κοίταξες και άνθισες. Μύρισε ο ουρανός γαρδένιες.

Tuesday, July 17

Φωτογραφία στον τοίχο

Κοιτάω το κάδρο, μια μαύρη γραμμή, ένα περίγραμμα που δηλώνει "αυτό δεν είναι αληθινό, είναι μόνο μια παγωμένη, σιωπηλή, κλεμμένη στιγμή που κανείς δεν θυμάται πια". Αν όμως κοιτάξεις λίγο πιο μέσα, φαίνεται να υπάρχει κάτι. Μοιάζει σα να κουνιέται. Ασπρόμαυρο, παλιό τοπίο, πάνε χρόνια φαίνεται.. Ένας άντρας, γυμνός από πάνω, καθισμένος σε έναν κάτασπρο καναπέ. Στην αγκαλιά ένα μικρό κοριτσάκι, ίσα που φαίνεται, μωρό κρυμμένο μες στα χέρια του. Με χαζεύει με δυο τεράστια μάτια, σαν να μην παρεξενεύεται ούτε λίγο που με βλέπει να κάθομαι εκεί. Κοιτάω τους τοίχους, τα αντικείμενα, το σαλόνι στο φόντο, λεπτομέρειες που κανείς δεν πρόσεξε ποτέ. Και ξαφνικά το βλέπω! Σκαρφαλώνω με κόπο ως το κάδρο και δρασκελίζω γρήγορα, θέλω να δω πώς ήταν τότε. Τα πάντα χρωματίζονται με μιας! Ο άντρας ζωντανεύει, το χέρι του κινείται, χαϊδεύει το κοριτσάκι και μετά με κοιτάει στα μάτια χαμογελώντας. Τα πάντα κουνιούνται, ακούω το θόρυβο απο τον έξω δρόμο, την βελόνα που σκαλίζει μεθοδικά τις νότες πάνω από το βυνίλιο και τις εκτοξεύει στο δωμάτιο, μυρίζω το τσιγάρο του τότε χρήστη της μηχανής που σιγοκαίγεται δίπλα μου. Βλέπω την ευτυχία στα μάτια των προσώπων και τώρα μόνο καταλαβαίνω γιατί τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία. Για να μπορεί κάποιος που θέλει, να ξαναζήσει αυτή τη στιγμή, όταν πια δεν βρίσκει λόγο για να αποθανατίσει το παρόν του. Αποθανατίζω.. τι όμορφη λέξη..

10 λεπτά στο παρασκήνιο

Ζητάτε να σας πω
τον πρώτο μου σκοπό
τα περασμένα μου γινάτια
ζητάτε "είδα μάτια"
με σκίζετε κομμάτια

Σε μια παλιά πληγή
που ακόμα αιμορραγεί
μη μου γυρνάτε το μαχαίρι
αφού ο καθένας ξέρει
τι πόνο θα μου φέρει

Είναι πολύ σκληρό
να σου ζητούν να τραγουδήσεις
έναν παλιό σκοπό
που προσπαθείς να λησμονήσεις

Στο γλέντι σας αυτό
δε θα' τανε σωστό
αντί για άλλο πιοτό
να πιω εγώ φαρμάκι
μ' ένα τέτοιο τραγουδάκι

Γελάτε ειρωνικά
και λέτε μυστικά
ίσως με κάποια καταφρόνια
μια και περάσαν χρόνια
εσύ τι κλαις αιώνια

Γιατί βαρυγκωμείς
δεν είδαμε και μεις
μια ομορφιά σ' αυτή τη ζήση
δεν πήραμε απ' τη φύση
καρδιά για ν' αγαπήσει

Αχ, δεν είν' οι καρδιές
όλες το ίδιο καμωμένες
ούτε κι οι ομορφιές
στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες

Και μες στη συντροφιά
σε κάθε ρουφηξιά
ξεχνώ μιαν ομορφιά
που γέμιζε μεράκι
το παλιό μου τραγουδάκι
- στον Α.

Monday, July 9

Πλατεία

Κάτασπρο σεντόνι απλωμένο στο πλακόστρωτο της κεντρικής πλατείας του χωριού, κάτω από τον τεράστιο πλάτανο.. Ξημερώνει βγαίνει ο ήλιος, παιχνιδίζει με το λευκό και ο γεροπλάτανος χαμογελάει.. Σαν κάτι να ξέρει..

Περνάνε παιδιά, φωνές και παιχνίδια, το πατάνε με θράσος νεανικό, κυλιούνται πάνω του και το λερώνουν. Περνάνε οι καλοντυμένοι αρωματισμένοι ηλικιωμένοι, το κοιτάνε με ζαρωμένη απορία, περιφρόνηση και δυο γραμμάρια φθόνου. Φτύνουν πάνω του και σβήνουν τα τσιγάρα τους, προσπαθώντας να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, να αφήσουν και αυτοί το σημάδι τους χαλώντας κάτι όμορφο. Περνάει κι ένας σκύλος, βρώμικος, ψωριάρης, στέκεται, το μυρίζει αργά αργά, τρίβεται πάνω του και το γλύφει προσπαθώντας να καθαρίσει τους τόσους λεκέδες που άφησε το περαστικό μπουλούκι. Ο ήλιος όμως τους έχει ξεράνει και δεν βγαίνουν. Απογοητευμένος ξαπλώνει πάνω του και με τον πλάτανο παρέα κλαίνε χωρίς να ξέρουν το γιατί..

Ένα τριζόνι νανουρίζει τον σκύλο που κουράστηκε να κλαίει. Βράδιασε. Έχει πλέον πάρει το σχήμα του εδάφους, της πέτρας και του σκαραβαίου που κρύβονται από κάτω του. Βράδιασε, άδειασε η πλατεία από θορύβους και φλυαρίες. Νάτο το φεγγάρι γεμάτο, με το φως ασπρίζει τα πάντα και οι λεκέδες σαν να χάθηκαν για λίγο. Νοσταλγία. Μόνος τροβαδούρος μένει ο άνεμος, "βραχνός προφήτης", ανακατεύει τα ξερά πλατανόφυλλα που χοροπηδάνε πάνω στο λεκιασμένο σεντόνι, φευγαλέες αναμνήσεις της περασμένης του ζωής.

Thursday, July 5

Raval blues

noche blanca luna llena
cuerda rota no importa
negro viejo canta al cielo
blues gritando último canto

el corazón sale de su boca
mientras dolida su alma se arrastra
contra un techo de la última estrella
encendida aún, pa cuanto?

Monday, July 2

κρύα βυσσινάδα

Με συνεπαίρνουν οι άνθρωποι με γυαλιστερά μάτια που φαίνεται ότι μέσα τους κρύβουν ένα σεντούκι.. και η μουσική.. η μουσική.. Γίνεται να έχει κάποιος ένα μάτι γυαλιστερό κι ένα θαμπό; Να κρύβει ένα σεντούκι με δύο θήκες; Να'χει θησαυρούς στο ένα και σκατά στο άλλο;

όποιος πει ότι έχει μόνο ένα σεντούκι γεμάτο με χρυσά δεν αξίζει ούτε μια δεκάρα από τα κέρματα του αυτά. Όλοι δύο έχουμε, είναι η φύση μας και μέχρι να το δούμε και να το δεχτούμε θα υποφέρουμε φριχτά.. Με τρομάζουν άπειρα πράγματα, με τρομάζει η μετριότητα, η βαρεμάρα, οι σάπιοι άνθρωποι, ο καπνός πάνω από την Αθήνα που βλέπω στις φωτογραφίες, ο Κινέζος που σκότωσε στο ξύλο το 3χρονο κοριτσάκι του γιατί δεν μπόρεσε να μάθει απ'έξω και τα 1000 ιδεογράμματα, ο μαλάκας που δουλεύει απέναντι μου που τα μάτια του είναι πιο θολά και από τσιπούρα νεκρή δυο μήνες τώρα. Ε όχι, τα γυαλιστερά μάτια δεν με τρομάζουν ούτε με θαμπώνουν, με καβλώνουν και με κάνουν να σκέφτομαι ό(,)τι έχει νόημα.. χαρίζουν λίγη από τη λάμψη τους και στα δικά μου..

είμαι θυμωμένος.. πολύ θυμωμένος.. θέλω να σκοτώσω όλους του μαλάκες αυτού του κόσμου που σκοτώνουν την ομορφιά με μια τους κίνηση, έτσι απλά

λατρεύω τη βυσσινάδα και το γλυκό βύσσινο, είναι το μόνο που μου αρέσει τόσο.. Μου θυμίζει τη νονά μου, τα καλοκαίρια στο Σούνιο που με είχε στα πόδια της, μικρό κωλοπαιδαράκι και γελούσε όταν με έβλεπε να καταβροχθίζω λαίμαργα ολόκληρο το βάζο.. Έκανε ζέστη και καθισμένοι στον κήπο ακούγαμε τα τζιτζίκια. "Ουρανέ μου" μου έλεγε.. Τι όμορφα γυαλιστερά μάτια που είχε..

Κηδεία

δεν ξέρω πώς να νιώσω.. αν θυμώσω θα σκοτώσω.. αν λυπηθώ θα σκοτωθώ.. απάθεια δεν χωράει άλλη πια. αν και όταν γυρίσω σε αυτή μου την "αγαπημένη" χώρα θα κάνω αναγκαστικά αυτό που πρέπει.. μπόμπες.. άπειρες μπόμπες.. γιατί τελικά ναι, εντελώς κατά της βίας, φιλοσοφία, λόγια. αλλά υπάρχουν φορές που μόνο με μπόμπες μπορείς να βρεις νόημα μέσα στο θέατρο του παραλόγου. Καργιόληδες να με συλλάβετε τώρα που μπορείτε γαμώ τα σπίτια σας και τα μπετά σας και τα λεφτά σας και τα χρυσά σκατά σας


ΦΤΑΝΕΙ