Friday, May 22

Ο Χρόνος δεν έχει φίλους

Ο Χρόνος δεν έχει φίλους
δεν έχει χρώμα, οσμή και γεύση
δεν έχει χέρια μα σε χαϊδεύει
ή σε γραπώνει σαν θελήσει
δεν έχει μορφή μήτε έχει μάτια
μα την μορφή χαρίζει
λίγο πριν να την κλέψει
το δέρμα κάνει πιο σκληρό
τα μέτωπα και τις ψυχές χαράζει
του πιο πολύχρωμου καμβά
το χρώμα ξεθωριάζει

είναι αυτός ο καπετάνιος
της αντίφασης της πλάσης
μες στα μπαγκάζια του το φως,
ο έρωτας, ο φόβος και το σκότος
τα μαύρα αμπάρια του από δάκρυα ξεχειλίζουν
κι είν'το κελάρι του γιομάτο από βαρέλια
μέσα ψυχές που περιφέρονται γυμνές
σαν μερακλώσει πιάνει και γεμίζει ένα μπουκάλι
και στο κατάστρωμα κοιτώντας το φεγγάρι
αφού το βαφτίσε ζωή, το πίνει στην υγειά του

σαν θα στερέψει από των στιγμών το νέκταρ
θα ψιθυρίσει στο φεγγάρι να πλαγιάσει
ξαπλώνει ανάσκελα πάνω στο αφρισμένο κύμα
το άγριο το μεθύσι του να διώξει
ώσπου να ανθίσει η ρόδινη η αυγή
και στο κελάρι του ξανά να κατεβεί

ο Χρόνος δεν έχει φίλους
έχει τρομαγμένους εχθρούς, φυλακισμένους στο κελάρι
και μερικούς σοφότερους που να μάθουν προσπαθούν
να απολαμβάνουν το κρασί τους
και να του κρατούν καλή παρέα

Tuesday, May 19

Ελεύθεροι Σκλάβοι (Οι Ανθρωποφάγοι)

κι άμα πέρασαν τα χρόνια
ήρθαν κι έλιωσαν σαν χιόνια
στο νερό δεν καθρεφτίζει
των ανθρώπων η συμπόνοια

ήρθε θέρος και χαλάζι
το μουλάρι να μουγκάζει
τόσα στάχια να το δέρνουν
το δεμάτι και μαράζι

αυτοί λένε πως σοφαίνουν
σαν το δέρμα τους μαραίνει
λίγοι όμως άλλιώς ξέρουν
κι όσο προχωρούν σιωπαίνουν

οι μεν ψάχνουν να δαγκάσουν
λυσσασμένοι βρωμεροί
και τον κώλο τους ν'αγιάσουν
μύρος, δίκαιο και ραβδί

σαν πεινάς, πονάς, κοπιάζεις
θα σε στείλουν να σφαγιάζεις
πίστευε και μη ερεύνα
και Θα έχει και για σένα

μες στην ιστορία ιδρώνεις
μιαν ακτίδα για να δεις
κείνου του όμορφου του ήλιου
της ανάσας της αυγής

μα από πόρφυρα ρυάκια
κι απ'του ζώου το ουρλιαχτό
ξεχειλίζει σαν ηφαίστειο
κόκκοι άμμου στο γιαλό

μελωδία αρρωστημένη
κάθε χτύπος και καρφί
σαν το πιο μεγάλο δώρο
το κρατάς μες στο κλουβί

είναι αυτή η βαριά σκλαβιά μας
όχι τα όπλα και οι θεσμοί
δυο υποταγμένα μάτια
μια μικρή, δειλή ψυχή

είναι αυτή που τον τσιγκλάει
τον φτωχό στην χαραυγή
μπρος και χάμου σαν κοιτάει
το φεγγάρι να αγνοεί

κι άμα πέρασαν τα χρόνια
ήρθαν κι έλιωσαν σαν χιόνια
στο νερό τους καθρεφτίζει
των ανθρώπων η διχόνοια