Sunday, March 8

Προσπαθούμε οι ανθρώποι, προσπαθούμε.. και προσπαθούμε ξανά.. και τα πιο όμορφα ειλικρινή πράγματα είναι τα πιο απλά, τα πιο εμφανή. αλλά κοίτα πόσο μακρινά φαίνονται.. έχοντας συνηθήσει στον εγωισμό, στο ψέμα και στη μαλακία.. μας τα μαθαίνουν αυτά και μας τα μαθαίνουν καλά. με μαστοριά. και είναι τόσο δύκολο σε όλο αυτό το χάος να μοιραστείς. και μέσω αυτού να νιώσεις ότι δεν είσαι μόνος, έστω για λίγο..

Η κυρά Λένη μου το 'χε πει, πάνε χρόνια και το θυμάμαι δυστυχώς σπάνια. Να φοβάσαι μου 'χε πει την αχαριστία στον άνθρωπο. Τότε δεν κατάλαβα πολύ καλά, έγνεψα "ναι" και χαμογέλασα. Γυρνάει όμως στο κεφάλι μου ακόμα. Η αχαριστία δεν γνωρίζει σεβασμό, δεν γνωρίζει ειλικρίνεια. Είναι ένα αδηφάγο κτήνος που απλά καταβροχθίζει ό,τι βρίσκει στο διάβα του. Δεν γνωρίζει συναισθήματα, ούτε προσφορά ούτε ευαισθησία. Από αυτά τρέφεται, θεριώνει και βαυκαλίζεται, καθώς σε αυτά επιβάλλεται. Αυτή είναι η δύναμή της και για αυτό είναι ελκυστική.


Monday, January 30

Monday, November 28

Monday, May 30

Friday, March 4

Duende

«(…) Απλά, με τον τόνο της ποιητικής μου φωνής που δεν έχει ούτε αποχρώσεις ξύλου, ούτε λαβύρινθους δηλητήριου, ούτε αρνιά που ξαφνικά γίνονται μαχαίρια ειρωνείας, θα προσπαθήσω να σας δώσω ένα μάθημα απλό για το κρυμμένο πνεύμα της πληγωμένης Ισπανίας. (…)

Ο Μανουέλ Τόρρες, ένας μεγάλος καλλιτέχνης της Ανδαλουσίας, είπε κάποτε σ΄ έναν άλλο τραγουδιστή: «Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως ποτέ δε θα πετύχεις γιατί δεν έχεις καθόλου ντουέντε».
Σ΄ ολόκληρη την Ανδαλουσία, απ΄ το βράχο του Χαέν μέχρι το όστρακο του Καντίθ, οι άνθρωποι μιλούν συνέχεια για το ντουέντε κι όταν φανεί, το ένστικτό τους δεν τους γελάει ποτέ. Το αναγνωρίζουν αμέσως. (…) Η γριά τσιγγάνα χορεύτρια Λα Μαλένα φώναξε κάποτε ακούγοντας τον Μπραϊλόφσκυ να παίζει ένα κομμάτι του Μπαχ: «Όλε! Αυτό έχει ντουέντε». Όμως ο Γκλουκ, ο Μπραμς και ο Νταριύς Μιλώ την έκαναν να βαρεθεί. Κι' ο Μανουέλ Τόρρες, που μες στις φλέβες του τρέχει περισσότερη κουλτούρα απ΄ ό,τι σ΄ οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο που γνώρισα ποτέ, ακούγοντας τον ίδιο τον Ντε Φάλια να παίζει το«Νοκτούρνο ντελ Χενεραλίφε», είπε αυτή τη θαυμαστή κουβέντα: «Ό,τι έχει μαύρους ήχους έχει ντουέντε». Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια. (…).

Αυτοί οι «μαύροι ήχοι» είναι το μυστήριο, οι ρίζες που απλώνονται κάτω βαθιά στο πλούσιο χώμα, γνωστό μα κι άγνωστο σε όλους μας, απ΄ όπου όμως βγαίνει ό,τι αληθινό έχει να δείξει η τέχνη. Ο Ισπανός άνθρωπος του λαού μίλησε για «μαύρους ήχους» και λέγοντας αυτό, συμφωνεί με τον μεγάλο Γκαίτε που έδωσε τον ορισμό του ντουέντε όταν μιλώντας για τον Παγκανίνι του απέδωσε «μια μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε μα που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ».
Έτσι το ντουέντε είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια. Άκουσα κάποτε ένα γέρο κιθαρίστα, να λέει: «Το ντουέντε δε βρίσκεται στο λαρύγγι. Το ντουέντε ανεβαίνει απ΄ τις γυμνές πατούσες των ποδιών». Που σημαίνει πως δεν είναι μια ικανότητα, μα αληθινή μορφή, αίμα, αρχαία κουλτούρα, στιγμή δημιουργίας.

Αυτή η «μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ», είναι το ίδιο το πνεύμα της γης. Είναι το ίδιο εκείνο ντουέντε που φλόγισε κι έκανε στάχτες την καρδιά του Νίτσε που γύρευε τις εξωτερικές του μορφές στη γέφυρα του Ριάλτο και στη μουσική του Μπιζέ, χωρίς ποτέ ν΄ αντιληφθεί πως το ντουέντε που κυνηγούσε είχε πηδήσει από τους μυστηριακούς Έλληνες στους χορευτές του Καντίθ και στη στραγγαλισμένη Διονυσιακή κραυγήτου Σιλβέριο σαν τραγουδάει μια σεγγιρίγια. (…).

Όχι . Το σκοτεινό κι ολότρεμο ντουέντε για το οποίο μιλώ, είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα του Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, που όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνάει τον κύριό του τη μέρα που πήρε το κώνειο. (…).

Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος ή όπως θα΄ λεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης, στον πύργο της τελείωσής του γίνεται ύστερα από σκληρή μάχη μ΄ ένα ντουέντε. Όχι μ΄ έναν άγγελο όπως έχουν πει, ούτε με μια μούσα.. Είναι ανάγκη να γίνει αυτό το βασικό ξεχώρισμα για να φτάσει κανείς στην καρδιά ενός έργου.

Ο άγγελος καθοδηγεί και προικίζει με δώρα, όπως ο Άγιος Ραφαήλ, ή φρουρεί και υπερασπίζει, όπως ο Άγιος Μιχαήλ, ή προειδοποιεί όπως ο Άγιος Γαβριήλ. Ο άγγελος μπορεί να θαμπώσει αλλά δεν καταφέρνει τίποτε περισσότερο απ΄ το να πετάξει ανάλαφρα πάνω απ΄ το κεφάλι του ανθρώπου. Σκορπίζει τη χάρη του, κι ο άνθρωπος, χωρίς καμιά σχεδόν προσπάθεια δημιουργεί, αγαπιέται, χορεύει. (…).

Η μούσα υπαγορεύει και που και που εμπνέει. Τα όσα μπορεί, είναι σχετικά λίγα, γιατί μακραίνει κι εξαντλείται τόσο γρήγορα – την είδα δυο φορές – αναγκάστηκα να την περιγράψω με τη μισή καρδιά της από μάρμαρο (…).

Ο άγγελος και η μούσα έρχονται απ΄ έξω. Ο άγγελος χαρίζει ακτινοβολία, η μούσα δίνει μορφές (ο Ησίοδος διδάχθηκε απ΄ αυτές). Χρυσό φύλλο ή πτυχή χιτώνα ο ποιητής δέχεται τα καλούπια έτοιμα, καθισμένος ανάμεσα στους θάμνους της δάφνης του. Το ντουέντε, όμως, πρέπει να ξυπνάει μέσα στα ίδια τα κύτταρα του αίματος.
Πρέπει να σπρώξουμε μακριά τον άγγελο, να διώξουμε με κλωτσιές τη μούσα και να χάσουμε το φόβο που μας γέμιζε το βιολετί άρωμα που αναδίνει η ποίηση του δέκατου όγδοου αιώνα και το τεράστιο τηλεσκόπιο όπου απλωμένη πάνω στους φακούς βρίσκεται η μούσα χλωμή κι άρρωστη από τα ίδια τα όριά της.
Η αληθινή μάχη είναι με το ντουέντε (…).

Για να βρούμε το ντουέντε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης, ούτε «σωστοί τρόποι». Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει το αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ, πως κάνει το Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασημένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση να ζωγραφίζει με τις γροθιές και τα γόνατα τρομερά μαύρα κατράμια (…).

Οι μεγάλοι καλλιτέχνες της Βόρειας Ισπανίας, είτε χορεύουν, είτε παίζουν κιθάρα, είτε τραγουδούν, ξέρουν καλά πως χωρίς τον ερχομό του ντουέντε δεν υπάρχει αληθινή συγκίνηση. Μπορούν αν θέλουν να ξεγελάσουν ένα ολόκληρο ακροατήριο δίνοντας την εντύπωση πως φλέγονται από ντουέντε, όπως καθημερινά γελιόμαστε από ζωγράφους, συγγραφείς και καλλιτεχνικά ρεύματα χωρίς ίχνος ντουέντε. Αν όμως προσέξει κανείς καλά και δεν αφήσει την αδιαφορία του να τον παραπλανήσει, αργά ή γρήγορα η απάτη θα ξεσκεπαστεί και το ψεύτικο κατασκεύασμα του ντουέντε θα το βάλει στα πόδια.
Ο ερχομός του ντουέντε προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή όλων των μορφών που στηρίζονται σε παλιές βάσεις. Φέρνει μαζί του ένα συναίσθημα φρεσκάδας εντελώς πρωτόγνωρο έτσι όπως μοιάζει με καινούριο τριαντάφυλλο, με θαύμα, γεννώντας στο τέλος ένα σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμό.
Σ΄ όλους τους αραβικούς χορούς και τα΄ αραβικά τραγούδια η παρουσία τουντουέντε γίνεται δεκτή με κραυγές: « Αλά! Αλά!», « Θεέ! Θεέ!», που δε διαφέρει πολύ από το ΄Ολε της ταυρομαχίας. Και στα τραγούδια της Βόρειας Ισπανίας η εμφάνιση του ντουέντε χαιρετίζεται πάντα με την κραυγή «Βίβα Ντιός!», « Ζήτω ο Θεός!», μια βαθιά, ανθρώπινη και τρυφερή κραυγή επικοινωνίας με το Θεό μέσα απ΄ τις πέντε αισθήσεις με τη βοήθεια του ντουέντε, που συγκλονίζει τη φωνή και το σώμα του χορευτή, μια αληθινή και ποιητική φυγή απ΄ αυτόν τον κόσμο, το ίδιο αγνή με 'κείνη που ορθώνει μέσα απ΄ τους επτά κήπους ο ανεπανάληπτος σχεδόν ποιητής του δέκατου έβδομου αιώνα Πέντρο Σότο ντε Ροχάζ κι ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στην ταραγμένη σκάλα του θρήνου του.

Είναι λοιπόν φυσικό, σα φτάσει αυτή η φυγή, να νοιώσουν όλοι την επίδρασή της, οι μυημένοι που ξέρουν πως το στυλ μπορεί να κατακτήσει και το φθηνότερο υλικό, μα κι οι άλλοι, οι αμύητοι, που νοιώθουν μια απροσδιόριστη αλλά πέρα για πέρα αυθεντική συγκίνηση. Πριν από μερικά χρόνια, σ΄ ένα διαγωνισμό χορού στο Χερέθ ντε λα Φροντέρα, μια γριά ογδόντα χρονών νίκησε πανέμορφες γυναίκες και κορίτσια με μέσες σα νερό, υψώνοντας απλώς τα χέρια, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και κτυπώντας τα πόδια στα σανίδια (…). Ανάμεσα σε μούσες και αγγέλους, ανάμεσα σε καλλονές κορμιού και καλλονές χαμόγελου, τοετοιμοθάνατο ντουέντε, σέρνοντας τα φτερά του τα φτιαγμένα από σκουριασμένα μαχαίρια, δε γινόταν παρά να νικήσει – και νίκησε.

Όλες οι τέχνες μπορούν να 'χουν ντουέντε. Το πεδίο όμως είναι πιο πλούσιο στη μουσική, στο χορό και στην ποίηση που απαγγέλλεται, γιατί απαιτούν για ερμηνευτή ένα σώμα ζωντανό – είναι μορφές που γεννιούνται και πεθαίνουν ακατάπαυστα και καθορίζονται από ένα ακριβές παρόν.

Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώμα της χορεύτριας όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο. Με μαγικές δυνάμεις μεταμορφώνει ένα απλό κορίτσι σε φεγγαρόπληκτη παραλυτική, κάνει ένα τσακισμένο γεροζητιάνο που γυρίζει τις ταβέρνες να κοκκινίζει σαν έφηβος, κρύβει μέσα σε μακριές πλεξίδες το άρωμα του λιμανιού τη νύχτα και κάθε στιγμή εμπνέει στα χέρια κινήσεις που γέννησαν τους χορούς όλων των καιρών.

Μα αξίζει να τονιστεί πως το ντουέντε δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, όπως τα σχήματα της θάλασσας δεν επαναλαμβάνονται ποτέ στη θύελλα (…).

Είναι φανερό πως κάθε τέχνη έχει το δικό της ξέχωρο ντουέντε. Όλα όμως ενώνουν τις ρίζες τους στο σημείο όπου προβάλλουν οι «μαύροι ήχοι» του Μανουέλ Τόρες, ύστατη ύλη, αδέσποτη κι ολότρεμη κοινή βάση του μουσαμά –«μαύροι ήχοι» που πίσω τους ανακαλύπτουμε τρυφερά αδελφωμένα, ηφαίστεια, μερμήγκια, ζέφυρους και τη μεγάλη νύχτα να ζώνει σφιχτά στη μέση της το Γαλαξία.
Κυρίες και Κύριοι: έστησα τρεις αψίδες και με χέρι αδέξιο τοποθέτησα πάνω τημούσα, τον άγγελο και το ντουέντε.

Η μούσα μένει ακίνητη. Μπορεί να κρατήσει τον πολύπτυχο χιτώνα της, τα αγελαδίσια μάτια της που ατενίζουν την Πομπηία ή την πλατιά μύτη με τα τέσσερα πρόσωπα που της έδωσε ο φίλος της ο Πικάσσο.

Ο άγγελος μπορεί να ανεμίσει στα μαλλιά που ζωγράφισε ο Αντονέλλο ντεΜεσσίνα ή να φτερουγίσει στις πτυχές του Λίππι και στο βιολί του Μασσολίνο και του Ρουσσώ.

Μα το ντουέντε; Πού είναι το ντουέντε; Μέσα από την άδεια αψίδα υψώνεται ένας άνεμος του νου που πνέει ακατάπαυστα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών σε μια ατελείωτη αναζήτηση για καινούρια τοπία κι' ανυποψίαστους τόνους. Ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα των νιογέννητων πραγμάτων».

Άνοιξη, 1930
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

[*] Διάλεξη που έδωσε ο Ισπανός ποιητής στο σπίτι των φοιτητών στη Μαδρίτη, την Άνοιξη του 1930. [Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Ντουέντε» (Ρόλος και Θεωρία), μετάφραση Ολυμπία Καράγιωργα, Εκδόσεις βιβλιοπωλείου «Εστία», 19993].

Wednesday, February 9

Η επανάσταση του ψωμιού

La katastacion tres apelpistique

Με τη σειρά και χωρίς πολλά σχόλια. Μονόπλευρη η πηγή, αλλά οι εικόνες μιλάνε μόνες τους...

1. Κερατέα, η τρίτη ηλικία είναι η πηγή του κακού



Tuesday, January 25

Monday, January 10

The Holy Mountain


"El topo es un animal que cava galerías bajo la tierra buscando el sol y a veces su camino lo lleva a la superficie: cuando ve el sol, queda ciego."
- Alejandro Jodorowsky

Stormy Monday

Monday, December 20

παιδική...χαρά;

Μια ωραία βόλτα στην Κερατέα, μετά τα πρόσφατα ευχάριστα γεγονότα, φύση, χοιρινά παϊδάκια, καθαρός αέρας με ολίγη χημεία, κάτοικοι ευτυχισμένοι με τις επικρατούσες συνθήκες και τα παιδάκια να παίζουν ανέμελα σε ένα φιλικό και όμορφο περιβάλλον.. Χωρίς καμία ντροπή και όριο σουρεαλισμού..


Tuesday, November 2

Υπαρκτός σουρεαλισμός και πάλι

Ο γελοίος πράκτορας τεντώνεται, ο αρχαίος και ο νέος αγρόν ηγόραζαν προς τα αριστερά, ιδεολογικά συνεπείς και ελλιπείς. Κοιμηθείτε παλικάρια, όταν ξυπνήσετε θα μας λείπουν και τα σώβρακα. Δεν κουνιέται φύλλο στο ελλαδιστάν, όλα βαίνουν κατ'ευχήν.. Βαφτίζουν και μερικά εικοσάχρονα παιδιά ως φοβερούς τρομοκράτες που κάνουν βόλτα δίπλα στην έκρηξη με περούκες και βελάκια πάνω από τα κεφάλια τους -η παραδοσιακή [τυχαία] προεκλογική εξάρθρωση τρομοκρατικών μηχανισμών- το βάζουν και στις ειδήσεις ως τις εκλογές να ξεχάσει ο κοσμάκης το υπερμεγέθες πέος που του επιβάλλεται "αναγκαστικά" και απροκάλυπτα. Έτσι ξεχνάμε και τον χοντρό που έκρυψε όλα τα λεφτά που "υπήρχαν" στην διαστημική μπυροκοιλιά του. Ξεχνάμε όλα τα στοιχεία που έχουν πείσει και τον πιο αδαή -μέχρι να λησμονηθούν στην άβυσσο της τηλεόρασης και του νέφους γενικής αμνησίας/σταρχιδισμού- ότι το να σε δείρουν και να σε ληστέψουν ένα βράδυ είναι πολλά επίπεδα πιο έντιμο και ανθρώπινο από την τωρινή γενική κατάσταση. Ξεχνάμε την τσαντίλα από τον βομβαρδισμό της τυπωμένης φάτσας του κάθε γελοίου καραγκιοζάκου που δυναμικά ζητάει μια ψήφο χαμογελώντας με το χέρι στο πορτοφόλι σας, όπως ο αείμνηστος παππούς, προπάππους, θείος, μπατζανάκης του. Ξεχνάμε τις κλασσικές συζητήσεις που αρχίζουν με "με απέλυσαν χτες", "ψάχνω για δουλειά", "σκατά όλα", "μπουρδέλλο", "τραβάω το κανάλι" κλπ..

Και η νεολαία τραγουδάει Ξυλούρη πίνοντας ξύδια, πίσω από ένα προεκλογικό περίπτερο του ομέρ πριόνη και βαυκαλίζεται επαναστατικά κάτω από τα μπλε σολάριουμ των πανταχού-παρόντων φώτων της μεταμοντέρνας χούντας. Τελικά δεν είναι ούγκανοι, ναρκωμένοι και εγκεφαλικά νεκροί οι πολίτες, είναι απλά ιδεολογικά ευθυγραμμισμένοι με τον Μητσάρα τον Γκάντι, συγκεκριμένα με την προσαρμοσμένη έκδοση της μη-βίας, απραξίας, αποχαύνωσης και πανβλακείας όπως παρουσιάστηκε στα πρωινάδικα.. Παρεξήγησις!

Τυριά ξυπνάτε, σας έφαγαν οι βλάχοι...

Saturday, July 17

στον Νικόλα

είναι καιρός που θέλω να σου γράψω φίλε
μα είναι τα δάχτυλά μου παγωμένες στήλες
αγκιλωμένες ιδέες και αίμα
σταγόνες αίμα οι σκέψεις μου
μου λένε μην ανησυχείς, δεν φαίνεται πληγή
μα εγώ τις νιώθω τις πληγές
το βλέπω το αίμα, μεταλλική γεύση στη γλώσσα μου
είναι βλέπεις νύχτα βαριά, κι ας είναι μεσημέρι

σκέτο ερπετό η ζωή μας φίλε
σούρνεται πάνω σε πεποιθήσεις πλαστικές
σε ματαιοδοξίες ανορεξικές
σε ανείπωτες υποχωρήσεις
πνίγεται μέσα στους φόβους μας
και στις φοβέρες τις δικές τους
μες τις επιταγές τους
κομμάτια στο μίξερ της κανονικότητας
όλοι διαλέγουν την κανονικότητά τους
και όλοι την βαφτίζουν μοναδικότητα

είναι η κοινωνία της αχαριστίας φίλε
η βαβούρα, η ψευτιά, τα πέτρινα χαμόγελα,
ιδιοτελείς φιλοφρονήσεις
φιλικά χτυπήματα στην πλάτη
σουγιάδες ντυμένοι με λουλούδια
φιλιά βουτηγμένα σε φαρμάκι
ατομικιστικές επαναστάσεις
αντίφα-ση χαοτική
ο σεβασμός είναι άρωμα πολυτελείας
και οι κροκάνθρωποι τόσο φοβερά σπάνιοι

είναι εύκολο, αλήθεια φίλε
να συμπονάς τον άγνωστο
δεν σε αγγίζει, ούτε σου κοστίζει
η ψεύτικη συμπόνοια δεν πονάει
στον δίπλα σου είν'τα σκούρα
εκεί που βλέπεις φάτσα φάτσα το χαμόγελό του
το δάκρυ του και την ανάγκη του
που το απλωμένο χέρι του σε αγγίζει
εκεί πρέπει να δώσεις ένα κομμάτι σου
έτσι τρέχεις μακριά, γοργά, επαναστατικά

έτσι είμαστε οι πιο πολλοί φίλε
βιτρίνες φωτεινές με σάπιο εμπόρευμα
χαραμίζονται οι ζωές σαν σπίρτα
βουνά από χρησιμοποιημένα προφυλακτικά
πασχίζουν οι ψυχές ολημερίς
να κρύψουνε τα σάπια φρούτα από κάτω
μα δεν κρύβεται η σαπίλα αδερφέ μου
στο πρώτο ταρακούνημα θεριώνει
και η μπόχα σου ματώνει την ψυχή
μπήγει τα νύχια της βαθιά στην πίστη σου

ξέρω ότι εσύ καταλαβαίνεις
τα σάπια φρούτα σου τα πέταξες μακριά
μα όσα δεν μπόρεσες τα κρέμασες στον κήπο σου μπροστά
δίπλα στην ευωδιαστή γαρδένια
ώστε να μην τα λησμονήσεις
να τα βλέπεις τ'άσπρα σου και τα μαύρα σου αγκαλιά
η πιο θεμελιώδης αυτοκριτική ειλικρίνεια
μα δεν την εκτιμούν όλοι την ειλικρίνεια Νικόλα...

...ουρές ατελείωτες δίπλα, στις φωτεινές βιτρίνες τις υπανθρωπιάς
κι εσύ μονάχος, στον κήπο σου κλεισμένος να καπνίζεις
και έσπασαν και δυο χορδές απ'την κιθάρα ρε γαμώτο

Monday, June 28

BP

Χωρίς ντροπή, αναζητεί
τον ήλιο που έχει χαθεί,
στα σκοτάδια να βρει...




Wednesday, June 23

Sun Electric Dopperman @ Floral 26/6

give me two "right" ones

λειτουργεί!

Οι ελεγκτές της τρόικας περιδιαβαίνουν στην Αθήνα, χαμογελαστοί και ικανοποιημένοι από τα πρώτα δείγματα εξυγίανσης της οικονομίας... (Λαπούτα)

Wednesday, June 9

Monday, June 7

freejazz society

Μία σχέση είναι μία σύμπραξη. Είναι μια σύνδεση, ένας συνδυασμός ιδεών, σωμάτων, καταστάσεων, θέλω, πρέπει, ελπίδων και φόβων. Μία σχέση είναι μία παραχώρηση. Ίσως μια υποχώρηση. Είναι μια αμοιβαία αποδοχή γεμάτων και άδειων αλληλοσυμπληρούμενων δοχείων. Και άλλων, ασυσχέτιστων, ανεπηρρέαστων. Είναι ένας γάμος ιδιοσυγκρασιών. Οι γραμμές που χωρίζουν την παραχώρηση, την υποχώρηση, την ευγενική αλληλοαποδοχή, τον σεβασμό με την καταπίεση και τον φασισμό είναι συχνά δυσδιάκριτες σαν γλάροι κόντρα στον ήλιο. Είναι ασαφείς.

Μία κοινωνία είναι ένα μεγάλο πανηγύρι σχέσεων. Με ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες, εξακολουθεί να είναι ένα σύνολο φωνές που ακούγονται ταυτόχρονα, συχνά στο μέγιστο της έντασής τους. Είναι εγγενώς αδύνατη η γενική και απόλυτη μελωδία, όπως είναι και ο ορισμός της, αυτός καθεαυτός. Ο συγχρονισμός σε μια κλασσική ορχήστρα επιτυγχάνεται μέσω ενός μαέστρου. Όμως τότε αυτός ορίζει έννοιες όπως η μελωδία, ο ρυθμός, ο χώρος, τα δικαιώματα. Με ποια κριτήρια τα ορίζει αυτά; Με το υποκειμενικό του γούστο ή την καθοδήγηση κάποιων άλλων. Στη περίπτωση της μουσικής στόχος είναι συνήθως ένα άρτιο αποτέλεσμα, μέσα στην υποκειμενικότητά του. Η ύπαρξή του και μόνο όμως, στον κοινωνικό παραλληλισμό, ωθεί τις ατομικότητες σε μία καταστροφική αδράνεια και κάθε κίνηση πρέπει να έπεται από ένα τίναγμα του ραβδιού. Ο τεράστιος βαθμός πίεσης και καταπίεσης της πρωτοβουλίας, της ατομικής ελευθερίας και της υποτίμησης της ατομικότητας γίνεται φυσική πηγή αρρωστημένης συνείδησης και αντίληψης ως προς την θέση του κάθε ατόμου, της κάθε μονάδας. Αυτό οδηγεί σε έλλειψη αναζήτησης και αυτοπροσδιορισμού, αναφορικά με την συλλογικότητα και κατά συνέπεια σε ανθυγιεινές κοινωνικές δομές και βάσεις.

Μοναδικός δρόμος προς μια ουσιαστικά ανθρώπινη κοινωνική κατάσταση, ανεξαρτήτως οικονομικοπολιτικού συστήματος, δευτερογενών αξιών και προτύπων είναι η διαρκής αναζήτηση και ο μόχθος προς την συνειδητοποιημένη ατομικότητα με την παραπάνω έννοια. Είναι η αναζήτηση της ισορροπίας μεταξύ της φωνής του ατόμου και των φωνών γύρω του.

Όσο αμελούνται αυτά τόσο οι άνθρωποι πρόθυμα θα παραδίνουν απλόχερα τα δικαιώματά τους και την ατομικότητά τους κάτω από το φόβο που δημιουργεί η αναζήτηση των δικών τους ορίων, κάτω από το φόβο της απόρριψης, της κοινωνικής παραφωνίας και υπέρ της κάλπικης κοινωνικής ευημερίας, της τάξης και ασφάλειας. Όσο αμελούνται αυτά, η προσπάθειες για κοινωνική ευημερία θα παραμένουν απεγνωσμένες ελπίδες ότι μια πέτρα θα επιπλεύσει.

Monday, May 31

σάπιοι καιροί

Τα σχόλια περιττεύουν. Όλοι σήμερα στις 7 στην ισραϊλινή πρεσβεία για την σφαγή στο Free Gaza...

Thursday, April 15

Ομολογώ!

Θέλω να δηλώσω επίσημα ότι ΑΠΑΙΤΩ απο τους -πάντα έτοιμους- άντρες της ΕΛ.ΑΣ την άμεση σύλληψή μου, καθώς ομολογώ οτι χθες το βράδυ έσκασα σε δημόσιο χώρο ένα μπαλόνι μετρίου διαμετρήματος (μπαλονοκτονία από πρόθεση). Το χρώμα του ήταν κίτρινο και ήταν ζωγραφισμένο σε δύο μεριές για μέγιστη απόλαυση. Η ισχυρότατη έκρηξη έγινε αντιληπτή σε ακτίνα περίπου 4.63 μέτρων, ενώ προκλήθηκαν σοβαρές ψυχολογικές βλάβες σε ένα φίλο που καθόταν δίπλα, όπως και σε μερικά περιστέρια τα οποία και διέφυγαν κουτσουλώντας βάναυσα το άγαλμα του δημάρχου. Αποποιούμαι της ευθύνης της φθοράς δημόσιας περιουσίας για το άγαλμα καθώς έχω μάρτυρα για τα περιστέρια. Τώρα, ναι, τώρα αμέσως μάλιστα θα πάρω τηλέφωνο να δώσω όλα τα στοιχεία μου καθώς και την ακριβή τοποθεσία μου και θα περιμένω εναγωνίως ειδικό κλιμάκιο της αντιτρομοκρατικής να με προσαγάγει.

Θα έχω τις πόρτες ανοιχτές και θα βάλω και χαρτάκι στο κουδούνι, μη χτυπήσετε στους γείτονες και θυμώσουν, μετά μπορεί να λένε όταν χρόνια τώρα με υποπτεύονται και με αντιπαθούνε γιατί τους λέω καλημέρα κάθε μέρα και τους θυμίζω ότι γερνάνε χωρίς να ζούνε. Σε περίπτωση που αποτύχουν οι λεβέντες της αντιτρομοκρατικής και ο ίδιος ο Δίας (καταλαβαίνω, άνθρωποι είναι και αυτοί-?- κάνουν (και) λάθη), θα παραδοθώ μόνος μου αύριο στην Δέλτα της γειτονιάς μου για να μην δημιουργηθεί φιάσκο, καθώς το έχετε ήδη ανακοινώσει, με παρακολουθείτε από τότε που είχα δαγκώσει από το παγωτό της Μαριγούλας στο νήπιο. Όχι πως θα αλλάξει κάτι με τόσα που γίνονται αλλά να δεν μου αρέσουν οι κακές οι γλώσσες. Ζητώ συγγνώμη προκαταβολικά από εσάς, προστάτες του πολίτη, δεν μου βρίσκονται χειροπέδες (έχω κάτι ροζ με γουνάκι αλλά δεν βαστάνε μία), όμως θα αυτοξυλοκοπηθώ και θα σκοντάψω καμιά δεκάρα φορές στην ζαρντινιέρα στο ισόγειο -σαν ταύρος σε ανθοπωλείο- για να σας διευκολύνω. Αν θέλετε μπορώ επίσης να βάλω λίγο μέικ-απ, να δείχνω μη-Έλληνας (μπορώ να φωνάζω και "βαρ-βαρ-βαρ") ώστε να κάνετε τις πασιφανείς σωστές συνδέσεις. Την φούσκα που έσκασε και το μεταναστευτικό εννοώ.

Θα με αναγνωρίσετε καθώς θα φοράω τα πράσινά μου σταράκια, την ρασταφάρι περούκα μου και θα κρατάω τσάντα με το σκουφάκι της κολύμβησης και τα κλειδιά με τα οποία έσκασα το μπαλόνι. Α, ναι, είμαι 15 χρονών, αλλά ξέρω, δεν σας κωλώνουν εσάς κάτι τέτοια, δεν μασάτε. Θα έχω ετοιμάσει μία λίστα με όλα τα πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικά βιβλία ΚΑΙ κόμικ που έχω διαβάσει, ακουμπήσει ή κοιτάξει από απόσταση στη ζωή μου ώστε να ψάξετε για αποτυπώματα και πηγές γνωσιακής μόλυνσης. Επίσης σας χαρίζω έναν τσελεμεντέ με λαχταριστές λιχουδιές από τα δωδεκάνησα, κάποτε τον ακούμπησε ένας γείτονας που δεν τον χωνεύω και θέλω να προσαχθεί και αυτός για συνέργεια. Μπορείτε μετά να τα κάψετε στο ΣΥΝΤΑΓΜΑ όπως κάποιος παλιός σας συγγενής. Ο λόγος που γράφεται με κεφαλαία είναι γιατί σε αυτό υπόκεινται μόνο όσοι είναι μαλάκες με περικεφαλαία. Οι κοινοί θνητοί δηλαδή, όχι, όχι εσείς, ήρεμα..

Πριν το τέλος, θα αυτοτηλεκανιβαλιστώ (μπορεί να μου κόψω και καμιά δαγκωνιά κανονική, για το εφέ), θα στείλω φωτογραφίες μου και προσωπικά αντικείμενα σε όλα τα κανάλια, καθώς και μια τρύπια κάλτσα του παππού μου του Ιορδάνη που δεν την ξεπλένει ούτε ο συνονόματός της ποταμός, αδειάσειστο στοιχείο των βρωμερών μου καταβολών. Δεν θα τους δώσω άλλα στοιχεία όμως, πάντα με εντυπωσιάζουν με την επινοητικότητά τους. Πεθαίνω να δω τι θα συμπεράνουν. Τι θα δημιουργήσουν. Γιατί αυτοί είναι οι πραγματικοί καλλιτέχνες των καιρών μας, αυτοί που δημιουργούν τέχνη με τόσο άμεσο και τεράστιο κοινωνικό αντίκτυπο. Τους θαυμάζω.. Και όπως λέει και ο γνωστός καλλιτέχνης Θ. Π., (αρχικά για να μην τον στοχοποιήσω και τον μαντρώσετε κι αυτόν) "τον πιάσαμε τον κλέφτ'!"

Ο ένοχος

ΥΓ. Θέλω να στείλω την βαθειά μου εκτίμηση στους αφεντικούς σας, τους λύκους που φυλάνε τα πρόβατα. Αντιλαμβάνομαι ότι το κόλπο βγάλε-τρομοκράτες-η-ο,τιδήποτε-άλλο-φανταχτερό-τώρα-για-να-κρύψουμε-όλη την σαπίλα-και-τις-λαμογιές-το-ΔΝΤ-το ξεπούλημα-και-την-ξεφτίλα-ΚΑΙ-κάντους-πρωτοσέλιδο-γιατί-μόνο-τα-πρωτοσέλιδα-διαβάζουν-τα-πρόβατα είναι φοβερό, εντυπωσιακό πραγματικά. Για αυτό και γω (αυτο)θυσιάζομαι στον βωμό και υποκλίνομαι στον λύκο. Του βγάζω την ρασταφάρι περούκα μου. Ως έμπρακτο δείγμα των προθέσεών μου κρατάω στην ομολογία μου την αναλογία ουσίας και περι-ουσίας (για αυτό δεν πρόκειται?) σταθερή και ίδια με αυτή που μας ταϊζουνε..

Wednesday, April 7

στιγμές


δάχτυλα παγωμένα, σαν την ψυχή, ένας άνεμος σε ένα κλειστό δωμάτιο, ένα ρυάκι πάνω σε μιαν έρημο ξερή. ψίθυρος σε μια διαδήλωση, απελπισμένη κραυγή που σκίζει μία νεκρική σιωπή. ξένες λέξεις μιας ξένης γλώσσας. ξένοι άνθρωποι μιας ξένης πραγματικότητας. δέρμα που θέλει να αποχωριστεί το σώμα, σκέψεις που δεν χωράνε σε αυτό το μπουκάλι. πόθοι που δεν χωράνε σε αυτό το μπουκάλι. πόθοι που λυπημένοι απορρίπτουν την πραγματικότητα. ανάγκη για πραγματικότητα, ανάγκη για το πιο άπιαστο όνειρο. δάχτυλα μουδιασμένα, ποτάμι από κραυγές που πνίγονται στο πιο υπόγειο ρεύμα που μισεί το φως. μισεί το προφανές φως, το προσποιητό, το προσιτό, το διαθέσιμο. που ποθεί το φως που τυφλώνει την ύπαρξη και ρίχνει χαστούκι σε όλες τις αισθήσεις σαν παγωμένο νερό την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού. στιγμές που αυτοκτονούν ομαδικά, προς αποφυγή μια κοινότυπης και προβλέψιμης κακοποίησης. του κραυγαλέου βιασμού της αυθεντικότητας. κραυγές που μισούν την φλυαρία. μισούν το κάλπικο χαμόγελο και τις κοινότυπες χειρονομίες. κραυγές που θέλουν να γίνουν φράσεις και να εξηγήσουν στους φίλους τι κρύβουν πίσω από τους ακατανόητους μορφασμούς. μα πάντα αποτυγχάνουν, πάντα βρίσκουν τον χειρότερο τρόπο να τρυπώσουν στο πιο σκοτεινό και μοναχικό λαγούμι της ψεύτικης πραγματικότητας και να μεταμφιεστούν σε εκατομμύρια συγκαταβατικές στιγμές, που απελπισμένες αγκομαχούν να φιλήσουν την εύθραυστη επιφάνειά της. να την καταστρέψουν και να περπατήσουν γυμνές, χωρίς φόβο, στην απέραντη παγωμένη λίμνη της μοναδικότητας των αληθινών στιγμών. στιγμές που κάθε στιγμή αυτοκτονούν χωρίς κανέναν να δακρύσει για αυτές. διαφυλάσσοντας απλά την αξιοπρέπειά τους, αυτήν που δίνει λόγο στην ύπαρξή τους. ένα πανέμορφο περιβόλι από αξιολύπητες μοναδικές υπάρξεις, ένα σύμπαν από άπειρες ανάξιες κηδείες. ένα ξερό σύμπαν χωρίς ούτε ένα δάκρυ, ένας απέραντας κάμπος, σπαρμένος με στεναγμούς χωρίς αντίκρυσμα

Saturday, March 20

η σφήνα

όλα τα ποτάμια χύνονται στην θάλασσα
μα η θάλασσα ποτέ της δεν γεμίζει
σαν άπληστη χαβούζα που μουγκρίζει
σαν στο ζενίθ της κι άλλη τρούφα της πετάς
είναι ο ορίζοντας πουλιά γεμάτος, θολωμένος
που τα φτερά τους, δυο εραστών μετράνε τη σκιά
μα είναι σφηνωμένα σε κλουβί, μια μοιρασιά
μια σπιθαμή της σκέψης, μίας ζωής αξία
αδέσποτης ελπίδας παρωδία
πάλι αυτή η ύπουλη πουτάνα, η ελπίδα
καθρέφτης αραχνιασμένου ονείρου
ή αραχνιασμένος καθρέφτης του εαυτού της;
της θέλησης παράνομο εξώγαμο
της ύπαρξης μονάκριβο τεφτέρι
μα να η πραγματικότητα, μπαγάσας και ρουφιάνος
που πελεκάει μέρα τη μέρα τον καθρέφτη
τον τσακίζει σε αδιέξοδα κομμάτια
τον φυτεύει στο κορμί τους σαν φαρμάκι
καταβροχθίζει την πολύτιμη στιγμή τους
όπως θα λέγαν μερικοί, την τρώει σαν το σαράκι
και με λιωμένα τα φτερά την κατηφόρα παίρνουν πάλι

Sunday, February 21

Κορμοράνοι με κιμά

δυο κόκκινοι νάνοι
χιλιάδες αυνάνοι
κυρές με γούνες
μπάτσοι με φούντες
τσιμέντα και τσάι
για δες τι φοράει
βαλβίδες στο στόμα
χιλιάδες στο χώμα
γραβάτες και φράκα
βουτάνε στη φάκα
κλητήρες με ούζι
πρεζάκια στο μπούζι
μικρές παρωδίες
χοντρές μου κυρίες
σπουργίτια στο κρύο
βροχή στο κρανίο
στους τρεις οι δυο σπιούνοι
κι ο φάντης μπαστούνι
και συ στο αρχείο
μπροστά στο θηρίο
- τι θέλεις, να ζήσεις;
- μπορώ; θα με αφήσεις;
θα πάω να πάρω
ταξί με τον Χάρο
φαϊ παγωμένο
κορμί κουρασμένο
τα μάτια δεν βλέπουν
παρά όσα υπομένουν
μελί το κρασί
στην άλλη ζωή
και η αθωότητα
έχει κάπου χαθεί

Thursday, January 21

Ωραία και μοιραία

είναι η Αθήνα μια φαντασμαγορία!
σαν περπατάει εκεί βλέπει κανείς
τέτοια θεάματα που δεν μπορείς να φανταστείς...

βλέπει κορίτσια λυγερά
πάνω σε ξυλοπόδαρα λεπτά
να γέρνουν μπρος στο βάρος
μιας τεράστιας σακούλας, Ζάρας Μάρας
κάτω απ'το κανονικοποιημένο καλλιτέχνημα
μίας Ερμιανής ινδιάνικης κιθάρας

βλέπει αγόρια αφ'υψηλά, σαν παγωμένα άσπρα νερά
όλο μαγκιά, εχμ, παλικαριά, χρυσό σταυρό στο στέρνο
κλανιά, ως λέγεται η ευφράδεια στο μοντέρνο
κι εξάτμιση, χίλια ευρώ και έξι τετράγωνα στο πόδι
με τα γραμμάτια στη σειρά, χαμόγελα αληθινά
μισή ντουζίνα δάνεια κι ελευθερία γεμάτοι
φουλ του χρέους με παπάδες που βλογάνε κοτσωνάτοι

βλέπει νεολαία ζωντανή
γελάει πολύ, γεμάτη νάζι και σπιρτάδα
μήπως γελάει πάρα πολύ;
μα τι είναι αυτά, λίγο ντροπή! -συγγνώμη
αφού μασάει λα βας κι ρι, βάζει σακάκι αρμανί
και φέρνει τσάρκα στη βουλή πριν βγει στην παραλία
μία το μήνα όχι πολύ, δεν είναι η ουσία στο πολύ
μα να 'ναι μία και γερή, το κάψανε το μαγαζί
περάσανε ωραία...
είναι το φλερτ αθώο και πρακτικό
ταιριάζουνε τα ρούχα τους;
τα αυτοκίνητά τους;
καλό παιδί; είναι γιατρός!
άντε και στα δικά μας...

βλέπει στην τηλεόραση ειδήσεις με ουσία
έχουμε Ιράκ, Αφγανιστάν, η Βίσση συχνουρία!
και όλη μέρα νόημα ξερνάει το τζαμάκι
τόσο που μαστουρώνουνε και είναι όλοι φευγάτοι
και στάζει το σαλάκι τους, λερώνει τη φλοκάτη
και όσο αυτοί κι ίσως και μεις στην ίδια στάση
στους ηλίθιους, σαν ηλίθιοι, βαράνε προσοχή
αυτοί οι ηλίθιοι όλοι μαζί, τα κάνουνε Βαγδάτη

βλέπει ένα λαβύρινθο σε γκρι
μα τόσο γκρι που έρχονται από μακριά για να τον δούνε
με ένα πινέλο όλοι, χέρι χέρι, αγαπημένοι
στο άλλο χέρι έναν κουβά, με χρώμα γκρι, μα φυσικά
γούστο βαθύ, σουρεαλιστή, και εμπειρία μπετατζή
τα άλλα χρώματα γρήγορα να χαθούνε

είναι οι άνθρωποι των Αθηνών ρομαντικοί
χμ, ίσως υπερρομαντικοί, στη σφαίρα του μοιραίου
την πόλη τους σαν βάψανε στο χρώμα του ουρανού της
αλλά, κατηγορεί κανείς ποτέ τον εραστή του ωραίου;

Friday, January 8

γκρίζα μαλλιά

σκόνταψα, μάτωσα το μυαλό μου, ευτυχώς
ξεμούδιασε μετά από καιρό το σώμα
φυλακισμένος μες στα πέπλα ενός ονείρου
με ένα φάντασμα της σκέψης μου, δεσμώτης από χώμα

η προσμονή χαρίζει ψευδαισθήσεις
κι αυτές με την σειρά τους σπέρνουν φως
σαν προσδοκίας λαμπρόθαμπη ηλιαχτίδα
στης ψεύτικης ελπίδας τον δρυμό

δεν είχα ούτε μία γκρίζα τρίχα στην ψυχή μου*
μα η καρδιά μου τρομαχτικά είχε ζωστεί
τόσο που γκρίζο είχε ντυθεί το αίμα
οι φλέβες σαν νεκρό έλατο, σταχτί

τσαλαπατώντας στα σταχτιά άλλη μια νύχτα
βγήκε μπροστά μου ένα φεγγάρι κοφτερό
ήξερα τότε πως έτσι δεν θα φέγγει πάντα
ή μία μέρα δεν θα μπορώ πια να το δω

για αυτό σου λέω φίλε μου, να κρίνεις
μόνο ό,τι αξίζει στην ψυχή σου να φυλάς
υπερεκτιμημένους θησαυρούς κει να μην κρύβεις
τρίχες νεκρού σαν τα παλιά χρυσά φλουριά

όσο για κείνους που δεν είδαν από φόβο
ή που αχάριστα δαγκώσανε και τρέξανε μακριά
για όσα έδωσες από καρδιάς, χαμόγελο όμοιο φορα
όπως και για κείνα που δεν έλαβες ποτέ

* Vladimir Mayakovsky

Sunday, September 20

γάμος

όχι άλλοι χαμελεοντικοί παλιάτσοι
όχι άλλα δίποδα κοράκια πλαστικά
δεν θέλω άλλους γελαστούς χαφιέδες
ούτε αέναες συλλογές από μαυρόσκαφτους λεκέδες

δεν θέλω δόντια που να βιάζονται να αστράψουν
πόθους τσαλακωμένους, χιλιοδιπλωμένους που τρομάζουν
απωθημένα και ανάσες μισακές και φοβισμένες
να μην μυρίζω πια, δάκρυα ζυμωμένα με κρασί και αμανέδες

απομιμήσεις και ημίμετρα παντού
απέραντη του ανθρώπου παρωδία
δυο χέρια δίπλα δίπλα στο χορό
μα το κενό ανάμεσά τους μια απάνθρωπη ιστορία

πόσο όμως θέλω μουσικές αληθινές
ένα κουβάρι βρώμικα σεντόνια
μια ματιά που ξέρει την σιωπή να αγαπά
που ξέρει ότι η φωτιά της είναι αιώνια

βλέμμα που δεν φοβάται την βρωμιά
την αγκαλιάζει σαν δικό του ταίρι
την μαύρη ασχήμα και την λαμπερή ομορφιά
παντρεύεται και μου κρατάει το χέρι

Thursday, September 3

το έπος του δειλού

κύριε εσύ με την στολή, την γουρουνίσια κεφαλή
δώσ'μου μονάχα έναν παρά και χάρισμά σου η καρδιά
δώσ'μου ενα ξερό καρβέλι, θα σε λέω και λεβέντη
συ χακί μου νταβατζή, εκμεταλλευτή κι αφέντη

μια ηλαχτίδα εγώ να δω; συγγνώμη, μην τσινίζεις
θα το ξεχάσω εγώ κι αυτό, θα τρώω ό,τι μου δίνεις
γιατί φοβάμαι που μιλώ, φοβάμαι που αναπνέω
μα απ'όλα πιο πολύ εγώ, φοβάμαι που φοβάμαι

τους άλλους κοίτα να χτυπάς, ιδίως τα κοριτσάκια
μα εμένα να με προσπερνάς, δεν έκανα τον μάγκα
μήτε έκανα τον άνθρωπο, απ'όσο πια θυμάμαι
χαιρετισμούς στα αφεντικά, κι έγνοια σου, θα κοιμάμαι

για αυτό εμένα μην κοιτάς, για σας να μην υπάρχω
φαϊ και ύπνος και σκατά, ένας δειλός στο βάθος
χτύπα μονάχα κείνη εκεί, που ακόμα είναι ζωντανή
που μου φωνάζει "ξύπνα πια!" και μου λερώνει το παρμπρίζ

γιατί αυτή φοβάμαι πιο πολύ και από σένα
εκείνο το αγριεμένο της το βλέμμα
με αυτό με έγδυσε αυτή σε μια στιγμή
με έλουσε με έναν ιδρώτα, όλο ντροπή

χτύπα λοιπόν, εγώ θεατής επικροτώ
να την κοιτάξω ούτε στιγμή πια δεν μπορώ
γιατί φοβάμαι τόσο, τι να κάνω;;
φοβάμαι απ'τη ντροπή αυτή πως θα πεθάνω

- Αφιερωμένο σε κάτι "παλικάρια" που κλεισμένα στο
αυτοκίνητό τους σφύριζαν αδιάφορα και σε έναν
ψαρά που του έφαγε η γάτα την τρομαγμένη του γλώσσα.
Και σε όλους εμάς, για όσες φορές απλά κοιτάμε αλλού
και πείθουμε τους εαυτούς μας ότι όλα είναι καλά...
Κυρίως όμως αφιερωμένο στην Ν.

Tuesday, July 21

το θηρίο

φοβάμαι το θηρίο
είναι μια σπιθαμή, κι είναι βουνό
τα μάτια του είναι γλυκά
τα νύχια του είναι ο πιο αβάσταχτος ο πόνος
κάνει το θάνατο να μοιάζει σωτηρία
γεννιέται μέσα μου τη νύχτα
μεσα σε αναθυμιάσεις βρώμικες
δίπλα σε πόθους μου παλιούς
σε χάδια αδικημένα
σε λάθη άπειρα μετανιωμένα
αρπάζει της ψυχής μου τα καλύτερα κομμάτια
στο φως του ήλιου φαίνεται το τρομερό του έργο
σαν τα κενά απ'τα κομμάτια μου ματώνουν
μα το αχόρταγο θηρίο αδημονεί
τρέφεται απ'τον πόνο και τη θλίψη μου
τρέφεται από τις ελπίδες μου
μα ο αγαπημένος του μεζές
δεν είναι άλλος απ'τα πιο όμορφα όνειρά μου
πώς να το σταματήσω πια δεν ξέρω
όταν τα πάντα μου, ανεπαρκή, ατονούν
κι η ψυχή ζυγίζει όσο ένα άγγιγμα
γιατι το θηρίο έχει το δικό μου πρόσωπο
και τα δικά σου μάτια
φοβάμαι το θηρίο
γιατί ξέρω ότι θέλει δυο για να πεθάνει

Friday, May 22

Ο Χρόνος δεν έχει φίλους

Ο Χρόνος δεν έχει φίλους
δεν έχει χρώμα, οσμή και γεύση
δεν έχει χέρια μα σε χαϊδεύει
ή σε γραπώνει σαν θελήσει
δεν έχει μορφή μήτε έχει μάτια
μα την μορφή χαρίζει
λίγο πριν να την κλέψει
το δέρμα κάνει πιο σκληρό
τα μέτωπα και τις ψυχές χαράζει
του πιο πολύχρωμου καμβά
το χρώμα ξεθωριάζει

είναι αυτός ο καπετάνιος
της αντίφασης της πλάσης
μες στα μπαγκάζια του το φως,
ο έρωτας, ο φόβος και το σκότος
τα μαύρα αμπάρια του από δάκρυα ξεχειλίζουν
κι είν'το κελάρι του γιομάτο από βαρέλια
μέσα ψυχές που περιφέρονται γυμνές
σαν μερακλώσει πιάνει και γεμίζει ένα μπουκάλι
και στο κατάστρωμα κοιτώντας το φεγγάρι
αφού το βαφτίσε ζωή, το πίνει στην υγειά του

σαν θα στερέψει από των στιγμών το νέκταρ
θα ψιθυρίσει στο φεγγάρι να πλαγιάσει
ξαπλώνει ανάσκελα πάνω στο αφρισμένο κύμα
το άγριο το μεθύσι του να διώξει
ώσπου να ανθίσει η ρόδινη η αυγή
και στο κελάρι του ξανά να κατεβεί

ο Χρόνος δεν έχει φίλους
έχει τρομαγμένους εχθρούς, φυλακισμένους στο κελάρι
και μερικούς σοφότερους που να μάθουν προσπαθούν
να απολαμβάνουν το κρασί τους
και να του κρατούν καλή παρέα