Friday, February 20

Ελπίδα

εσύ στη γωνία με τον λευκό σου μανδύα, σου μιλάω
γέρνεις πάνω στου χαμόσπιτου την βρώμικη την πέτρα
ξέρω γιατί χαμογελάς σαρδονιακά
ξέρω γιατί η βροχή χαϊδεύει τα μαλλιά σου
αλλά ποτέ της δεν τολμάει να σου τα βρέξει
όταν τα γόνατα μου είναι βουτηγμένα
στα πιο άθλια και βρωμερά λασπόνερα
σε χαζεύω σαν αιωρείσαι από πάνω μας
σαν μας χλευάζεις όλους εμάς τους μουσκεμένους
το σκουλαρίκι σου από ειρωνία είναι καμωμένο
σκουρόχρωμο και παγερό σαν τα δυο μάτια σου
που παλιά νόμιζα ότι Ζωή μέσα τους κρύβουν
πίστευα βλέπεις πως αν είχαν,
θα 'πρεπε να 'ναι λαμπερά,
σαν την Ζωή, αυτή έτσι δεν είναι;
τι άλλο εκτός από τον δροσερό πρωινό άνεμο
που σφυρίζει και βρυχάται σαν θηρίο
σ'ένα δάσος πυκνό, από έλατα γεμάτο
ή στα σοκάκια κάποιας ξένης γειτονιάς
τι άλλο εκτός από μια ακτίδα ήλιου
που χρυσαφιά χοροπηδάει μες στα φύλλα
σαν τα φλερτάρει, όλα στρέφουν να την δουν
κι όταν το μέτωπό μου αγκαλιάζει όλα ζηλεύουν
τι άλλο εκτός από την πιο όμορφη μουσική
που ποτέ έχει ακουστεί
μα ο άσπρος σου ο μανδύας, όλα αυτά
σε μια στιγμή πόσο άχρωμα τα κάνει
σαν με πλησιάζεις και μ'αυτόν το φως μου κρύβεις
ξέρω της Ματαιότητας εσύ πως είσαι η κόρη
κι όσο κυλάει ο τροχός μου, με τρόμο φοβερό
σιγά σιγά μαθαίνω να προφέρω το όνομά σου
σαν στο αυτί μου τα χείλη σου το σιγοψιθυρίζουν
"είμαι η Ελπίδα"