Friday, May 22

Ο Χρόνος δεν έχει φίλους

Ο Χρόνος δεν έχει φίλους
δεν έχει χρώμα, οσμή και γεύση
δεν έχει χέρια μα σε χαϊδεύει
ή σε γραπώνει σαν θελήσει
δεν έχει μορφή μήτε έχει μάτια
μα την μορφή χαρίζει
λίγο πριν να την κλέψει
το δέρμα κάνει πιο σκληρό
τα μέτωπα και τις ψυχές χαράζει
του πιο πολύχρωμου καμβά
το χρώμα ξεθωριάζει

είναι αυτός ο καπετάνιος
της αντίφασης της πλάσης
μες στα μπαγκάζια του το φως,
ο έρωτας, ο φόβος και το σκότος
τα μαύρα αμπάρια του από δάκρυα ξεχειλίζουν
κι είν'το κελάρι του γιομάτο από βαρέλια
μέσα ψυχές που περιφέρονται γυμνές
σαν μερακλώσει πιάνει και γεμίζει ένα μπουκάλι
και στο κατάστρωμα κοιτώντας το φεγγάρι
αφού το βαφτίσε ζωή, το πίνει στην υγειά του

σαν θα στερέψει από των στιγμών το νέκταρ
θα ψιθυρίσει στο φεγγάρι να πλαγιάσει
ξαπλώνει ανάσκελα πάνω στο αφρισμένο κύμα
το άγριο το μεθύσι του να διώξει
ώσπου να ανθίσει η ρόδινη η αυγή
και στο κελάρι του ξανά να κατεβεί

ο Χρόνος δεν έχει φίλους
έχει τρομαγμένους εχθρούς, φυλακισμένους στο κελάρι
και μερικούς σοφότερους που να μάθουν προσπαθούν
να απολαμβάνουν το κρασί τους
και να του κρατούν καλή παρέα