Saturday, July 17

στον Νικόλα

είναι καιρός που θέλω να σου γράψω φίλε
μα είναι τα δάχτυλά μου παγωμένες στήλες
αγκιλωμένες ιδέες και αίμα
σταγόνες αίμα οι σκέψεις μου
μου λένε μην ανησυχείς, δεν φαίνεται πληγή
μα εγώ τις νιώθω τις πληγές
το βλέπω το αίμα, μεταλλική γεύση στη γλώσσα μου
είναι βλέπεις νύχτα βαριά, κι ας είναι μεσημέρι

σκέτο ερπετό η ζωή μας φίλε
σούρνεται πάνω σε πεποιθήσεις πλαστικές
σε ματαιοδοξίες ανορεξικές
σε ανείπωτες υποχωρήσεις
πνίγεται μέσα στους φόβους μας
και στις φοβέρες τις δικές τους
μες τις επιταγές τους
κομμάτια στο μίξερ της κανονικότητας
όλοι διαλέγουν την κανονικότητά τους
και όλοι την βαφτίζουν μοναδικότητα

είναι η κοινωνία της αχαριστίας φίλε
η βαβούρα, η ψευτιά, τα πέτρινα χαμόγελα,
ιδιοτελείς φιλοφρονήσεις
φιλικά χτυπήματα στην πλάτη
σουγιάδες ντυμένοι με λουλούδια
φιλιά βουτηγμένα σε φαρμάκι
ατομικιστικές επαναστάσεις
αντίφα-ση χαοτική
ο σεβασμός είναι άρωμα πολυτελείας
και οι κροκάνθρωποι τόσο φοβερά σπάνιοι

είναι εύκολο, αλήθεια φίλε
να συμπονάς τον άγνωστο
δεν σε αγγίζει, ούτε σου κοστίζει
η ψεύτικη συμπόνοια δεν πονάει
στον δίπλα σου είν'τα σκούρα
εκεί που βλέπεις φάτσα φάτσα το χαμόγελό του
το δάκρυ του και την ανάγκη του
που το απλωμένο χέρι του σε αγγίζει
εκεί πρέπει να δώσεις ένα κομμάτι σου
έτσι τρέχεις μακριά, γοργά, επαναστατικά

έτσι είμαστε οι πιο πολλοί φίλε
βιτρίνες φωτεινές με σάπιο εμπόρευμα
χαραμίζονται οι ζωές σαν σπίρτα
βουνά από χρησιμοποιημένα προφυλακτικά
πασχίζουν οι ψυχές ολημερίς
να κρύψουνε τα σάπια φρούτα από κάτω
μα δεν κρύβεται η σαπίλα αδερφέ μου
στο πρώτο ταρακούνημα θεριώνει
και η μπόχα σου ματώνει την ψυχή
μπήγει τα νύχια της βαθιά στην πίστη σου

ξέρω ότι εσύ καταλαβαίνεις
τα σάπια φρούτα σου τα πέταξες μακριά
μα όσα δεν μπόρεσες τα κρέμασες στον κήπο σου μπροστά
δίπλα στην ευωδιαστή γαρδένια
ώστε να μην τα λησμονήσεις
να τα βλέπεις τ'άσπρα σου και τα μαύρα σου αγκαλιά
η πιο θεμελιώδης αυτοκριτική ειλικρίνεια
μα δεν την εκτιμούν όλοι την ειλικρίνεια Νικόλα...

...ουρές ατελείωτες δίπλα, στις φωτεινές βιτρίνες τις υπανθρωπιάς
κι εσύ μονάχος, στον κήπο σου κλεισμένος να καπνίζεις
και έσπασαν και δυο χορδές απ'την κιθάρα ρε γαμώτο