Friday, October 19

ο τρυποκάρυδος χορεύει μες στη νύχτα και το κύμα

Το φοβερό Σκοτάδι. Σαν ξημερώνει, ζει το μυαλό, τη νύχτα όμως ζει ο άνθρωπος. Όχι εκείνος, ο πλαστικός, ο κοινωνικά σκαλιστός με τα γυαλισμένα τα μάτια, αλλά ο ενστινκτώδης, εκείνος με τα κόκκαλα και τα δόντια, κείνο το αγρίμι, με τα γυαλιστερά μάτια και τις χίλιες αρρώστιες που τον τριγυρνάν σα μύγες. Νύχτες που απλά αδυνατεί να κοιμηθεί μονάχος. Τα συναισθήματα τρυπώνουν ύπουλα εκεί που δεν τα περιμένει.. Αγγαλιάζει μία μοναξιά που τον τρυπάει, τον πνίγει, κατασκηνώνει στο σώμα του σαν επίμονος διαδηλωτής σε καθιστική διαμαρτυρία. Ουρλιάζει κι εκείνος μαζί, χωρίς να ξέρει το γιατί. Ίσως να είναι πολλά τα γιατί και να μπερδεύτηκε κι αυτός, δεν ξέρει πού να αρχίσει.

Ένα κρεβάτι απέραντο που αν γεμίσει με ακόμα ένα λάθος σώμα θα φαίνεται απλά πιο άδειο ακόμη και αβάσταχτο. Μία ύπαρξη μικροσκοπική όσο κι απέραντη, που αν βαφτεί με λάθος χρώματα θα μαραζώσει, και θα πέσει σαν σάπιο μήλο, που δεν θα βρίσκει πια το λόγο να κρεμιέται απ'το κοτσάνι. Κι όλο το χρωματιστό το πανηγύρι που κάποτε ξεχείλιζε τις μουσικές τις πιο μαγευτικές, τώρα πια γκρίζο και μουντό, συνοδευόμενο από κενές και τραγικές φανφάρες, απλά υπάρχει εκεί, σαν τρυποκάρυδος που ροκανίζει το σκοινί του. Κι αυτός μεταίωρος χαζεύει το κενό. Αναπολεί το παρελθόν, σαν να κοιτάει μέσα από κάποιο σκονισμένο τζάμι. Κι αναρωτιέται αν στο κενό του κρύβεται κι αυτή.. κι αυτό.. κι αυτά.. όλα όσα νιώθει και ίσως ποτέ δεν θα μπορέσει να πάρει και να δώσει..

Και όλα μοιάζουν με θάλασσα, παλίρροια συνεχής κι άμπωτη που ανεβοκατεβαίνει. Σαν κύμα την σηκώνει ψηλά, βλέπει τα πάντα και ξάφνου την πετάει σε μια τρύπα σκοτεινή. Πώς να δαμάσει μία θάλασσα αυτή; Εδώ φοβάται να πηδήξει μεσ'το κύμα, λίγο να βραχεί. Λίγο την ανάσα να κρατήσει, να αφεθεί να την χαϊδέψει ο αφρός και αυτά τα βότσαλα που στροβυλίζονται σαν μεθυσμένα στη ορμή του. Πώς θα μπορούσε να την πιάσει αφού ένα ακόμα βότσαλο είναι κι αυτή, λίγο πιο άσπρο ίσως, αλλά στο τέλος μονάχα ένα βότσαλο ακόμα.. Κι αυτή από ένα αντίστοιχο σπαγγάκι, ίσα που κρατιέται. Και το κενό κοιτάει αποχαυνωμένη..

Κάπου εκεί στο κενό, μέσα στα πολλά βήματα χάνεται ο ρυθμός, χάνεται το βάδισμα, κι η μουσική από μελωδία και χορός γίνεται αγχωτικός εχθρός που του μετράει καρτερικά στιγμές, περιμένοντας να παραπατήσει και να σωριαστεί. Όλα του έμοιαζαν τόσο πιο εύκολα χωρίς τα σύννεφα.. Όσο υπάρχει ήλιος θα μπορεί να βλέπει το αντικείμενο και τη σκιά του. Μια Ανατολή και μία Δύση και να τις εκτιμάει για την διαφορετικότητά τους. Μερικές φορές να διαλέγει ανάμεσά τους. Όμως τι γίνεται όταν κρύβεται μες στα σύννεφα ο ήλιος.. ή όταν πέφτει αυτό το φοβερό Σκοτάδι..