Thursday, January 31

ταξίδι χωρίς προορισμό

μία βραδιά, πορεία τυφλή του παραλόγου
σε μια αγγαλιά μάτια φωλιάζουν σιωπηλά
για φωτιάς όνειρο που δεν τελειώνει πες μου
θαρρώ το ίδιο είδα και γω κάποια φορά

μια χούφτα αστέρια, μοιάζουν ψεύτικα φωτάκια
χάντρες που σβήνουνε ψηλά στη χαραυγή
σε μια σκεπή ξαπλώνει ο γέρος μαγεμένος
χαϊδεύει ακίνητος μια μαγική στιγμή

βυθός παράξενος, γεμάτος αναμνήσεις
μα στολισμένος με κοράλλια μαγικά
άγνωστα ακόμα, με μυστήριο καλυμμένα
τέσσερα μάτια τα χαζεύουν ζωηρά

η φαντασία, άσπρο άλογο καλπάζει
ποδοπατάει καθετί το λογικό
φόβος κι ελπίδα αναβάτες, στο φεγγάρι
κύμα σηκώνουνε, βαρκάκια στο βυθό

μικρή κουκέτα σ'ένα τρένο μαγεμένο
μοναδικός προορισμός το πουθενά
δυο επιβάτες σαν θα φτάσει κατεβαίνουν
βουνά διασχίζονται από ρυάκια μυστικά

πίσω απ'τις πόρτες της η τύχη τι να κρύβει
κάποιος το τέλος κάποτε ήθελε να δει
μα από τη στέγη ο γέρος σιγοψιθυρίζει
το άγνωστο είναι το μοναδικό κλειδί
όπως και κάθε τέτοια μαγική στιγμή

- δεν είμαι όλα όσα φαντάζεσαι
- δεν φαντάζομαι όλα όσα είσαι