Thursday, September 3

το έπος του δειλού

κύριε εσύ με την στολή, την γουρουνίσια κεφαλή
δώσ'μου μονάχα έναν παρά και χάρισμά σου η καρδιά
δώσ'μου ενα ξερό καρβέλι, θα σε λέω και λεβέντη
συ χακί μου νταβατζή, εκμεταλλευτή κι αφέντη

μια ηλαχτίδα εγώ να δω; συγγνώμη, μην τσινίζεις
θα το ξεχάσω εγώ κι αυτό, θα τρώω ό,τι μου δίνεις
γιατί φοβάμαι που μιλώ, φοβάμαι που αναπνέω
μα απ'όλα πιο πολύ εγώ, φοβάμαι που φοβάμαι

τους άλλους κοίτα να χτυπάς, ιδίως τα κοριτσάκια
μα εμένα να με προσπερνάς, δεν έκανα τον μάγκα
μήτε έκανα τον άνθρωπο, απ'όσο πια θυμάμαι
χαιρετισμούς στα αφεντικά, κι έγνοια σου, θα κοιμάμαι

για αυτό εμένα μην κοιτάς, για σας να μην υπάρχω
φαϊ και ύπνος και σκατά, ένας δειλός στο βάθος
χτύπα μονάχα κείνη εκεί, που ακόμα είναι ζωντανή
που μου φωνάζει "ξύπνα πια!" και μου λερώνει το παρμπρίζ

γιατί αυτή φοβάμαι πιο πολύ και από σένα
εκείνο το αγριεμένο της το βλέμμα
με αυτό με έγδυσε αυτή σε μια στιγμή
με έλουσε με έναν ιδρώτα, όλο ντροπή

χτύπα λοιπόν, εγώ θεατής επικροτώ
να την κοιτάξω ούτε στιγμή πια δεν μπορώ
γιατί φοβάμαι τόσο, τι να κάνω;;
φοβάμαι απ'τη ντροπή αυτή πως θα πεθάνω

- Αφιερωμένο σε κάτι "παλικάρια" που κλεισμένα στο
αυτοκίνητό τους σφύριζαν αδιάφορα και σε έναν
ψαρά που του έφαγε η γάτα την τρομαγμένη του γλώσσα.
Και σε όλους εμάς, για όσες φορές απλά κοιτάμε αλλού
και πείθουμε τους εαυτούς μας ότι όλα είναι καλά...
Κυρίως όμως αφιερωμένο στην Ν.