Wednesday, April 7

στιγμές


δάχτυλα παγωμένα, σαν την ψυχή, ένας άνεμος σε ένα κλειστό δωμάτιο, ένα ρυάκι πάνω σε μιαν έρημο ξερή. ψίθυρος σε μια διαδήλωση, απελπισμένη κραυγή που σκίζει μία νεκρική σιωπή. ξένες λέξεις μιας ξένης γλώσσας. ξένοι άνθρωποι μιας ξένης πραγματικότητας. δέρμα που θέλει να αποχωριστεί το σώμα, σκέψεις που δεν χωράνε σε αυτό το μπουκάλι. πόθοι που δεν χωράνε σε αυτό το μπουκάλι. πόθοι που λυπημένοι απορρίπτουν την πραγματικότητα. ανάγκη για πραγματικότητα, ανάγκη για το πιο άπιαστο όνειρο. δάχτυλα μουδιασμένα, ποτάμι από κραυγές που πνίγονται στο πιο υπόγειο ρεύμα που μισεί το φως. μισεί το προφανές φως, το προσποιητό, το προσιτό, το διαθέσιμο. που ποθεί το φως που τυφλώνει την ύπαρξη και ρίχνει χαστούκι σε όλες τις αισθήσεις σαν παγωμένο νερό την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού. στιγμές που αυτοκτονούν ομαδικά, προς αποφυγή μια κοινότυπης και προβλέψιμης κακοποίησης. του κραυγαλέου βιασμού της αυθεντικότητας. κραυγές που μισούν την φλυαρία. μισούν το κάλπικο χαμόγελο και τις κοινότυπες χειρονομίες. κραυγές που θέλουν να γίνουν φράσεις και να εξηγήσουν στους φίλους τι κρύβουν πίσω από τους ακατανόητους μορφασμούς. μα πάντα αποτυγχάνουν, πάντα βρίσκουν τον χειρότερο τρόπο να τρυπώσουν στο πιο σκοτεινό και μοναχικό λαγούμι της ψεύτικης πραγματικότητας και να μεταμφιεστούν σε εκατομμύρια συγκαταβατικές στιγμές, που απελπισμένες αγκομαχούν να φιλήσουν την εύθραυστη επιφάνειά της. να την καταστρέψουν και να περπατήσουν γυμνές, χωρίς φόβο, στην απέραντη παγωμένη λίμνη της μοναδικότητας των αληθινών στιγμών. στιγμές που κάθε στιγμή αυτοκτονούν χωρίς κανέναν να δακρύσει για αυτές. διαφυλάσσοντας απλά την αξιοπρέπειά τους, αυτήν που δίνει λόγο στην ύπαρξή τους. ένα πανέμορφο περιβόλι από αξιολύπητες μοναδικές υπάρξεις, ένα σύμπαν από άπειρες ανάξιες κηδείες. ένα ξερό σύμπαν χωρίς ούτε ένα δάκρυ, ένας απέραντας κάμπος, σπαρμένος με στεναγμούς χωρίς αντίκρυσμα