Monday, June 11

Ράγες

σφυρίζει ένα αεράκι μα μπορώ το ακούσω μονάχα με το δέρμα μου. Στις ράγες πάνω του πουθενά βαδίζουμε με ωτοασπίδες και μάτια δεμένα.. Ούτε ξέρω ούτε θέλω να ξέρω, απλά πασχίζω να ισορροπήσω στη ράγα μου με τη βοήθεια του χεριού σου. Ξέρω μόνο ότι ακουμπάει κρύο μέταλλο στo δέρμα μου και γω πηγαίνω. Ποιος τις έβαλε τόσο μακριά τη μία από την άλλη;

σβήσε τον ήλιο και άφησε τα σύννεφα να κλάψουν για μια στιγμή, ελεγεία της απουσίας. Ακούμπησε την πλάτη σου στο θέλω μου, να ψηλαφήσω τις ατέλειες που σε κάνουν τόσο διαφορετική. Δάχτυλα τεντωμένα αιωρούνται πάνω από δέρμα που ανατριχιάζει απελπισμένα όσο μπορεί, προσπαθώντας να τα φτάσει. Πόσο μου αρέσει αυτή τους η πτήση. Κρυώνεις;

διαλύεται η ντροπή μες στο κρασί σαν χάπι αφροδισιακό, γίνεται σκόνη, ανακατεύεται και σβήνει. Ξυπνάνε οι άνθρωποι. Δυο δεκάδες πλεγμένα δάχτυλα παλεύουν ιδρωμένα. Δυο ζεστοί ψίθυροι τρυπώνουν στο αυτί μου κι ένα φιλί από καπνό φτιαγμένο με αποτελειώνει. Θέλω.. Δυο πόδια σφιχταγγαλιάζουν τη μέση μου και ταξιδεύουμε. Κλείσε τα μάτια, να δούμε πιο καθαρά.

Όχι άλλες λέξεις...

είδα το πιο περίεργο όνειρο.. ήμασταν λέει...
όνειρα σαν αυτό..

- για και από την Νεφελίνα