Wednesday, September 12

αντίο γραναζάκι

ω της ερήμου καταρράκτη ποθητέ!
άμμο χρυσή που με τον ήλιο μεσ'στο κύμα παιχνιδίζεις..
και παιδικό χαμόγελο μ' ανάκατα τα δόντια
που δεν τα έβαλαν δυο μεταλλόραγες ακόμα στην σειρά
"τέλεια" ως κάποιος άλλος θε να κρίνει..

κι εσύ που απρόσκλητη εισέβαλλες μες στον δικό μου κήπο
στ'αστρόπλεχτο ξάπλωσε τώρα στρώμα μου, τα βλέφαρα να κλείσεις
για θα σου τραγουδήσει η γιαγιά-ψυχή ένα παραμύθι να ξυπνήσεις
μιας που τα λόγια τους το πέτυχαν και σε βαθύ σ'έριξαν ύπνο

θυμάσαι άραγες άνεμο μες στα μαλλιά σου, ελευθερίας
όταν μ'ένα ποδήλατο γόνατα πλήγιαζες και γελούσες;
όταν πρώτη σου φορά δύο μάτια με έρωτα κοιτούσες;
ή μήπως πάει τόσος καιρός, σκούριασε πια η μνήμη κι ο αστερίας;

τότε δεν χρειαζόσουνα παλάτια, πλούτη, πολλά ή μεγάλα
μικρό καστράκι αμμουδινό, δικό σου είχες για στέγη
φτωχό λιτό κι απέριττο, μ'αληθινό συνάμα (αληθινό θυμάσαι;)
γιατί καθάριο είχες νου για σε να το διαλέγει
(κάποτε διάλεγες θυμάσαι;)

για κοίτα τώρα πώς κατάντησες, σαν μισθοφόρο ψάρι
που ούτε θυμάται ούτε νοιάζεται για του μυαλού του την ασχήμια
μόνο για δόξα και λεφτά και πέτρες κούφιες να βυθίζεται στη ζήλια
σε βάλτο μάταιο βουτηγμένη, τίποτα δεν παίρνεις πια χαμπάρι

σου κλέψανε τον χρόνο σου, σου κλέψανε την κρίση
γρανάζι αξιολύπητο γυρνάς μέχρι να δύσει
και κοιμισμένη σπίτι της γυρνάει η αφεντιά σου
και ανοίγεις πια περήφανα με τα χρυσά κλειδιά σου
(σα ματαιόδοξο άλογο προς το χαμό σου τρέχεις)

σου κάψανε το κάστρο σου, σου κόψαν τ'αεράκι
και τόσα μάτια αντίκρυσες, πια δεν σου λέει κάτι
και πάνω απ'όλα να ξεχάσεις σ'έκαναν ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος
τι είναι η ζωή μας άραγε δίχως λιγάκι γούστο και μεράκι;
εγώ μονάχα καληνύχτα να σου πω, αντίο γραναζάκι...

(με εσκεμμένη ασυμμετρία προς τιμήν της "ασύμμετρης απειλής" που μας γονάτισε)