Tuesday, April 8

Σκέψη

Θέλω να σβήσω το κεφάλι μου για λίγο. Να σταματήσει μια στιγμή η Σκέψη να κυλάει. Εκείνη που δεν κοιμάται ποτέ. Εκείνη που με ξυπνάει, με χαϊδεύει, με βαραίνει, με μαθαίνει και με ταξιδεύει. Ακούει τα νέα, σαν τα φωνάζει ένα χαρτί που διπλώνω στα χέρια μου. Αναπνέει τον αέρα που δροσίζει το μέτωπό μου. Παλεύει διαρκώς ένα αέναο ερέθισμα. Συνδέει τα ασύνδετα κομματάκια του κόσμου που χοροπηδάνε τυχαία γύρω μου, με αυτόν τον τρελλό, μαγικό τρόπο που μονο αυτή γνωρίζει. Δεν την ελέγχει κανείς. Δεν κοιμάται ποτέ.

Σαν θα μυρίσει την ανάσα σου, είναι αυτή που σκουντάει το στόμα μου, για να ξυπνήσει χαμογελώντας. Σαν σε νιώθει να κλαις, άθελά της κλαίει μαζί σου, σφίγγοντας τον κόμπο στο λαιμό και το στομάχι μου. Αυτή σου φιλάει τον λαιμό, σου κάνει έρωτα και σε βάζει για ύπνο. Σου ψιθυρίζει στο αυτί όλα όσα ντρέπομαι να πω. Αυτή με γερνάει, ή με μεταμορφώνει σε δεκάχρονο παιδί. Είναι η σκέψη σαν μουγγός αγγελιοφόρος που πανικόβλητος κουνάει σπασμωδικά τα χέρια, προσπαθώντας κάτι να μου πει. Και μέσα σε αυτό το απέραντο το πέπλο της σιωπής της, κρύβονται τα μυστικά όλου του κόσμου. Μα εγώ ακούω σιωπή. Ή μήπως ακούω τόσες πολλές φωνές μαζί που δεν καταλαβαίνω;

Αυτή η τρομαχτική φιγούρα με στοιχειώνει. Όλη μέρα κυλιέται και λερώνεται μες στα χρώματα των αισθήσεων. Και σαν κοιμάται ο Ήλιος, εκείνη ξαγρυπνά. Γυμνή κολυμπάει κάτω από το φεγγάρι, στην μαύρη εκείνη μέσα θάλασσα που κάποιοι τη λένε υποσυνείδητο, και μέσα της ξεπλένεται. Ας έβλεπα για μια φορά αυτά που βλέπει εκεί στα σκοτεινά νερά του. Θα το άντεχα; Γιατί εκεί είναι κρυμμένο ό,τι φοβάμαι κι ό,τι αγαπώ. Θα το άντεχε κανείς; Μα εκείνη βγαίνει καθαρή απ'το νερό κάθε πρωί, σκουπίζεται και με ξυπνάει. Μονάχα μένουν δυο σταγόνες, ξεγλιστράνε απ'τα μαύρα της μαλλιά και κάτι ψιθυρίζουν. Αυτές μου λένε όλα όσα η σιωπή της, ευτυχώς, μου κρύβει. Είναι η καλύτερή μου φίλη και ο χειρότερός μου εφιάλτης.