Friday, July 20

Το μπιζέλι

Πρόσεχε γιε μου! Να μην μιλάς σε ξένους! Δεν είναι όλα για τα αυτιά σου.. Tα εξωτικά τα φρούτα μη γευτείς, ίσως να έχουν γεύση αληθινή και να σε κλέψουν.. Ίσως να ζήσεις.. Και μεις ακούγαμε, μέχρι που φυσικό μας φάνηκε.. Μιά μέρα όμως εσύ ξύπνησες με πόνο. Πόνο αβάσταχτο ετούτου του μικρού του μπιζελιού, που λίγο λίγο σου μελάνιασε αυτή σου τη βεβαιότητα. Κι έτσι δειλά μου ακούμπησες στα χείλη τον λωτό, και στα δικά σου, χαμογελώντας. Και σιωπηλά μου φώναξες: "μακριά". Τρόμαξα.

Σηκώθηκα, με τις παλάμες μου ακούμπησα το μαύρο αυτό σύννεφο που βρώμιζε το πρόσωπό σου. Το τράνταξα όσο μπορούσα, το έδιωξα. Σε στρίμωξα στην τσέπη μου και άρχισα να τρέχω, σαν πεινασμένος κλέφτης, δραπέτης που τρέχει, καρβέλι κλεμμένο κρύβοντας κάτω από την μπλούζα. Πόναγα όμως πολύ. Έσερνα βλέπεις μπάλα μεταλλική, βαριά, συνείδηση να μου πληγιάζει την ψυχή μου και το πόδι.

Έτρεξα ψηλά χωρίς ανάσα, πολύ ψηλά πάνω απ'το στρώμα αυτό του νέφους, μέχρι που ακούσα γαλήνια σιωπή, που αυτός ο κόσμος δεν κατάφερε να αγγίξει. Λαχανιασμένος κοίταξα τριγύρω, δεν είδα τίποτα άλλο από ακτίδες. Αργά αργά σε έβγαλα από την τσέπη, με κοίταξες και άνθισες. Μύρισε ο ουρανός γαρδένιες.