Monday, July 9

Πλατεία

Κάτασπρο σεντόνι απλωμένο στο πλακόστρωτο της κεντρικής πλατείας του χωριού, κάτω από τον τεράστιο πλάτανο.. Ξημερώνει βγαίνει ο ήλιος, παιχνιδίζει με το λευκό και ο γεροπλάτανος χαμογελάει.. Σαν κάτι να ξέρει..

Περνάνε παιδιά, φωνές και παιχνίδια, το πατάνε με θράσος νεανικό, κυλιούνται πάνω του και το λερώνουν. Περνάνε οι καλοντυμένοι αρωματισμένοι ηλικιωμένοι, το κοιτάνε με ζαρωμένη απορία, περιφρόνηση και δυο γραμμάρια φθόνου. Φτύνουν πάνω του και σβήνουν τα τσιγάρα τους, προσπαθώντας να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, να αφήσουν και αυτοί το σημάδι τους χαλώντας κάτι όμορφο. Περνάει κι ένας σκύλος, βρώμικος, ψωριάρης, στέκεται, το μυρίζει αργά αργά, τρίβεται πάνω του και το γλύφει προσπαθώντας να καθαρίσει τους τόσους λεκέδες που άφησε το περαστικό μπουλούκι. Ο ήλιος όμως τους έχει ξεράνει και δεν βγαίνουν. Απογοητευμένος ξαπλώνει πάνω του και με τον πλάτανο παρέα κλαίνε χωρίς να ξέρουν το γιατί..

Ένα τριζόνι νανουρίζει τον σκύλο που κουράστηκε να κλαίει. Βράδιασε. Έχει πλέον πάρει το σχήμα του εδάφους, της πέτρας και του σκαραβαίου που κρύβονται από κάτω του. Βράδιασε, άδειασε η πλατεία από θορύβους και φλυαρίες. Νάτο το φεγγάρι γεμάτο, με το φως ασπρίζει τα πάντα και οι λεκέδες σαν να χάθηκαν για λίγο. Νοσταλγία. Μόνος τροβαδούρος μένει ο άνεμος, "βραχνός προφήτης", ανακατεύει τα ξερά πλατανόφυλλα που χοροπηδάνε πάνω στο λεκιασμένο σεντόνι, φευγαλέες αναμνήσεις της περασμένης του ζωής.