Saturday, May 19

Άσπρος γάτος, μαύρος γάτος

Αγαπάω τα χάμστερ. Κοιτώντας τα μπορείς να μάθεις πολλά για τους ανθρώπους. Τρέχει ο πόντικας αγωνιωδώς στη στρογγυλή του ρόδα, όλη του η ζωή εκεί, τρέχει αγνοώντας πού πάει, γιατί τρέχει. Αγνοώντας ότι όσο και να παλεύει, βήμα δεν το κουνάει.

Προσπαθώ να διώξω τις σκέψεις μα πετάνε πάνω από το κεφάλι μου σαν κοράκια.. Με κουράζουν.. Με τρομάζουν.. Πώς κάναμε τα πράγματα τόσο περίπλοκα; Αυτοτιμωρούμαστε νιώθοντας ένοχοι για την φύση μας. Αυτήν πολεμάμε τελικά, αλλά πώς να κερδίσουμε και γιατί; Αυτός είναι ο γάτος μας.

Σε ένα ποτάμι θολό κολυμπάω μεθυσμένος, με συνοδεία μια χάλκινη ορχήστρα. Με καλεί να ξυπνήσω από τον εφιάλτη της νηφαλιότητάς μου και να βουτήξω όσο πιο βαθιά μπορώ, να φτάσω αυτή την μεγάλη μαύρη σαμπρέλα που μέσα της κοιμάσαι, πριν την παρασύρει το ρεύμα.. Σαν την ταινία. Να σφηνωθώ μέσα στη ρόδα σου αυτή και να σε σφίξω, να σε φιλήσω σαν να μην είχα φιλήσει ξανά άνθρωπο. Να μοιραστούμε τη ρόδα αυτή και την στιγμή μπας κι έτσι σβήσουμε ματαιότητά τους. Μόνο έτσι αποκτά νόημα και κουράγιο. Μες στη σιωπή της μουσικής να με κοιτάζεις, μάτια ορθάνοιχτα, αμόλυντα μικρού παιδιού, πριν να κρυφτούμε μέσα στα ηλιοτρόπια και αγαπηθούμε μεθυσμένοι, αληθινά...