Monday, May 28

Στάση

Πόδια μουδιασμένα. Σώμα παράλυτο. Προσπαθώ να ανοίξω τα μάτια, να καταλάβω τι συμβαίνει. Όσο και να προσπαθώ αδυνατώ να θυμηθώ πώς βρέθηκα εδώ, ούτε καν πού είναι αυτό το "εδώ". Η μόνη αίσθηση που δεν με πρόδωσε είναι η ακοή μου. Αυτή με ενημερώνει για ένα περιοδικό μεταλλικό θόρυβο, σαν ρολόι, στον κάθε χτύπο του οποίου τραντάζομαι και γω. Έχω μια περίεργη γεύση, σαν από καφέ καφέ. Φαίνεται θα 'ναι πρωί μάλλον, θα ξύπνησε η γεύση, να συμφιλιωθεί με την γλώσσα μου.

Ξάφνου μέσα στο σκοτάδι εισβάλει στο κεφάλι άθελα μου μια ανάμνηση. Τι περίεργο, έχω να την σκεφτώ καιρό κι όμως είναι σαν να είμαι στη Ζάκυνθο, σαν τότε. Ζεστό θαλασσινό νερό πάνω από ρηχή άμμουδιά και σώματα που εφάπτονται. Παγωτό φράουλα. Τρία νυσταγμένα κύτταρα του μυαλού μου, υπεύθυνα για την όσφρηση, καταφέρνουν να μου ψιθυρίσουν ότι φταίει το άρωμά της που τυχαία σκαρφάλωσε στα ρουθούνια μου, μάλλον από κάποιο περαστικό φάντασμα. Ρουφάω βιαστικά δυο τρεις φορές για να κρατήσω την ανάμνηση λίγο ακόμα. Μα όπως όλα τα όμορφα πράγματα, χάνεται πρόωρα. Τη θέση της παίρνει μια διαπεραστική μπόχα, σαν ναφθαλίνη αναμειγμένη με ιδρώτα σε τυχαίες δόσεις.

Αναγκάζω τον εαυτό μου να θελήσει να μάθει τι συμβαίνει. Πείθω τα μάτια μου να αφήσουν λίγο φως να περάσει, εξετάζω τις θολές εικόνες και κάτι με σπρώχνει να τα κλείσω ξανά. Απέναντί μου κάθεται μία ηλικιωμένη λατινοαμερικάνα, με σκούρο δέρμα και ένα κόκκινο γυαλιστερό κραγιόν, πασαλειμένο άτσαλα ως τα μάγουλα. Οι βαθιές ρυτίδες την κάνουν να μοιάζει με ζαρωμένο κουτάβι. Φαίνεται να έχει συμφιλιωθεί με αυτό το ανεβοκατέβασμα του κεφαλιού της. Το ανεβάζει αργά, με κόπο, μα δεν αντέχει και η νύστα της το ρίχνει βίαια πάλι. Μοιάζει συνηθισμένη σε αυτήν την ενδιάμεση κατάσταση. Και σε αυτό το κραγιόν.

Τι να έχει ζήσει αυτή η γυναίκα; Ποιες αφάνταστες συγκυρίες την έφεραν απέναντί μου σήμερα; Τι να μην έχει ζήσει άραγε αυτή η γυναίκα; Δεν μπορώ να διώξω ένα αίσθημα θλίψης, επίγνωσης του τετελεσμένου. Πίστεψε και αυτή φαίνεται στην αντικειμενική δικαιότητα, πίστεψε ότι, δεν μπορεί, κάποιος θα την ξυπνήσει όταν πρέπει. Έτσι, άφησε τις στάσεις της ζωής της να περνάνε ανέμελα. Ξαφνικά όμως και πριν το καταλάβει, να, φτάσαμε στο τέρμα της γραμμής. Ένας φοβερός κρότος και ένα τράνταγμα αναγκάζουν τα πόδια μου να με σηκώσουν και να με σύρουν έξω από το μετρό. Πάμε για δουλειά...μόνο να θυμηθούμε να κατέβουμε