Thursday, April 19

Αόρατο κελί

Σαν τρένο ο χρόνος πάει μπροστά, δεν συγχωρεί και πίσω δεν γυρνά. Όλοι μαζί οδεύουμε μα να κατέβεις δεν μπορείς, δεν ξέρεις τον σταθμό σου.

Κοίτα! Περνάει από δίπλα η Άνοιξη και ο Μάης χαμογελώντας. Μα η μυρωδιά γαρδένιας σε τρομάζει τώρα πια και το κεφάλι σκύβεις. Ξένη, καθώς συνήθισες τη δυσωδία του φόβου και του πρέπει. Έχεις ξεχάσει πώς σπίθες πετάγανε τα μάτια στον καθρέφτη.

Και τρέχεις να κρυφτείς σε πέπλο αόρατο, να ξαποστάσεις σε ένα αστέρι, να κρύψεις την ντροπή σου. Πώς όμως θα την κρύψεις από σένα; Σαν τον τυφλό που απελπισμένος βλέπει καθαρά μεσ΄στο σκοτάδι του αχνή σκιά ελπίδας να σαλεύει.