Monday, April 23

Querer

Τι κρίμα που με σφίγγει και με πνίγει, δεν άφησες να σου ακουμπήσω αυτό μου το τριαντάφυλλο στο στήθος. Αυτό μου το τριαντάφυλλο που χρόνια μεγαλώνω.

Να το μυρίσεις κι από την μυρωδιά του ίσως μαγευτείς. Ίσως να ταξιδέψεις, στη χούφτα σου σφιχτά κρατώντας το άρωμά του, σε μέρη αγνά και αγαπημένα, αμόλυντα κι ανέγγιχτα από μανία και λόγια και διαμάντια.

Στην άσπρη άμμο την καυτή τα πόδια να βυθίσεις, μακριά ένα παλιό και ποθητό σκαρί κοιτώντας. Και στη σκιά του κέδρου διψασμένη την ψυχή σου να αναπαύσεις παίζοντας σαν παιδί μικρό με εκείνη την αχτίδα, δειλά ανάμεσα στα φύλλα που περνάει. Στο μπλε βαθειά να βυθιστείς σε μυρωδιές και σε τοπία ξένα, μα όμως τόσο οικεία, σαν την μητέρας σου τη μήτρα. Γιατί από την ίδια αυτά κλωστή θα είναι υφασμένα.

Με δεν το βλέπεις; δεν το ακούς; Ποιο δυνατά να το φωνάξω δεν μπορώ. Με αγωνία στο προσφέρω και με φόβο, ζητώντας μόνο μια ματιά και μια στιγμή, αντάλλαγμα για τόσα χρόνια μόχθου. Να μαραθούν και να ζαρώσουν μην τα αφήσεις.

Μα την στιγμή σου εσύ δεν χάρισες, μαράθηκε και έχασε πια το άρωμά του. Κι αν θα ανθίσει πάλι ποιος το ξέρει; Κουράστηκα να το ποτίζω πια με δάκρυα που απρόσκλητα την πόρτα μου χτυπάνε..

Τι κρίμα που με σφίγγει και με πνίγει, δεν άφησες να σου ακουμπήσω αυτό μου το τριαντάφυλλο στο στήθος. Αυτό μου το τριαντάφυλλο που χρόνια μεγαλώνω.